-
1 αρπαλίζεται
-
2 ἁρπαλίζεται
См. также в других словарях:
ἁρπαλίζεται — ἁρπαλίζω catch up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρπαλίζεται
2 ἁρπαλίζεται
ἁρπαλίζεται — ἁρπαλίζω catch up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)