-
1 αρπαλέον
-
2 ἁρπαλέον
-
3 ἐπιοραντές
ἐπιοραντές· τερπνόν, ἁρπαλέον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιοραντές
См. также в других словарях:
ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμοτρεχής — ἑτοιμοτρεχής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] … Dictionary of Greek