Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁρπαλέον

См. также в других словарях:

  • ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετοιμοτρεχής — ἑτοιμοτρεχής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»