-
1 αρπαγή
ἁρπάζωsnatch away: aor subj pass 3rd sgἁρπαγῆι, ἁρπαγεύςmasc dat sg (epic ionic)ἁρπαγήseizure: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἁρπαγῇ
ἁρπάζωsnatch away: aor subj pass 3rd sgἁρπαγῆι, ἁρπαγεύςmasc dat sg (epic ionic)ἁρπαγήseizure: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αρπαγή
-
4 ἁρπαγή
-
5 αρπάγη
ἁρπάγηhook: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἁ̱ρπάγη, ἁρπάζωsnatch away: aor ind pass 3rd sg (doric aeolic)ἁρπάζωsnatch away: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) -
6 ἁρπάγη
ἁρπάγηhook: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἁ̱ρπάγη, ἁρπάζωsnatch away: aor ind pass 3rd sg (doric aeolic)ἁρπάζωsnatch away: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) -
7 ἁρπαγή
ἁρπαγή, ἡ, das Rauben, καὶ κλοπή Aesch. Ag. 520, wie Xen. Cyr. 1, 2, 6; nicht selten im plur., wie Eur. Phoen. 46, 1073 I. A. 1266; χρημάτων Isocr. 4, 114; παίδων Pol. 6, 8; ξιφῶν, das zum Schwert Greifen, Dion. Hal. 8, 73; Raub, Beute, κυσίν Aesch. Spt. 1005; τινός Pers. 738; Xen. Hell. 3, 2, 19; bes. Plünderung, Thuc. 4, 104; Xen. Cyr. 7, 2, 11 u. öfter; ἁρπαγὴν ποιεῖσϑαι Thuc. 8, 62; ἐφ' ἁρπαγὴν τρέπεσϑαι 4, 104; εἰς ἁρ. τρ. Xen. Hell. 6, 5, 30.
-
8 ἁρπάγη
-
9 ἁρπαγή
-
10 ἁρπάγη
ἁρπάγη, Harke. Haken, bes. zum Emporziehen der Brunneneimer -
11 ἁρπαγή
ἁρπαγή, ῆς, ἡ (s. ἁρπάζω; since Solon 3, 13 AnthLG Diehl3 [ἀφαρπαγῇ West]; Aeschyl.; ins, pap, LXX; TestAbr A 19 p. 102, 10 [Stone p. 52]; Test12Patr; GrBar 8:5; Jos., C. Ap. 2, 200; Tat. 37, 1; 39, 3; Ath., R. 76, 12)① the act of seizure, robbery, plunder (Aeschyl.; Thu. 4, 104, 2; SIG 679, 85; BGU 871, 5; PLips 64, 53; 4 Macc 4:10; Jos., Ant. 5, 25; TestJud 23:3) of forcible confiscation of property in a persecution Hb 10:34. καθῆσθαι εἰς ἁρπαγήν sit (waiting) for prey B 10:10. Pl. robberies (Appian, Liby. 115 § 545; 1 Macc 13:34; GrBar 8:5) D 5:1; B 20:1.② the product of seizure, what has been stolen, plunder (so Trag.; Thu. 8, 62, 2; mostly LXX; Jos., Vi. 380) of cup and dish ἔσωθεν γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς Mt 23:25. The Luke parallel refers not to the cup, but to the Pharisees themselves, so that ἀ. takes on mng. 3.③ the inner state of mind that leads to seizure, greediness, rapacity (w. πονηρία) Lk 11:39 (X., Cyr. 5. 2, 17).—DELG s.v. ἁρπάζω. M-M. TW. -
12 αρπαγη
I.дор. ἁρπᾰγά ἥ тж. pl.1) похищение(χρημάτων Isocr.; παίδων Polyb.; γυναικῶν Plut.)
2) грабеж, разбой(ἁ. καὴ βία Xen.; εἰς Xen. и ἐφ΄ ἁρπαγέν τρέπεσθαι Thuc., Plut.)
3) добыча(τοῦ φθάσαντος Aesch.; θηρσίν τινα ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
4) жадность, алчность Xen.II.ἥ1) грабли Eur.2) крюк Men. -
13 ἁρπαγή
ἁρπαγ-ή, ἡ,A seizure, robbery, rape, first in Sol.4.13; ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην found guilty of rape, A.Ag. 534;αἰτέειν δίκας τῆς ἁ. Hdt.1.2
; ἁρπαγῇ χρησαμένους ib.5; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Th.6.52, X.Cyr. 7.2.12;ἐφ' ἁ. τραπέσθαι Th.4.104
, X.Cyr.4.2.25;τοῦ κρητῆρος ἡ ἁ. Hdt.3.48
: pl., of a single act,συνεπρήξαντο τὰς Ἑλένης ἁ. Id.5.94
, cf. A.Th. 351 (lyr.), Supp. 510; Καδμείων ἁ., of the Sphinx, E.Ph. 1021 (lyr.).II thing seized, booty, prey,τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers. 752
; ἁ. κυσί, θηρσί, Id.Th. 1019, E.El. 896; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing. Th.8.62.IV ἐν ἁρπαγῇ σελήνης when the moon is invisible, PMag.Par.1.750. -
14 ἁρπαγή
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁρπαγή
-
15 αρπαγή
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρπαγή
-
16 αρπάγη
η крюк, багор; гарпун; острога -
17 αρπαγή
η1) захват; 2) ограбление, грабёж, похищение -
18 ἁρπαγή
1. (по)хищение, расхищение, грабеж; 2. добыча, похищенное, награбленное; 3. жадность, алчность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁρπαγή
-
19 ἁρπαγή
-
20 ἁρπαγή
-ῆς + ἡ N 1 1-0-3-1-4=9 Lv 5,21; Is 3,14; 10,2; Na 2,13; Eccl 5,7seizure, robbery Lv 5,21; thing seized, booty Na 2,13; seizure (metaph.) Eccl5,7→NIDNTT
См. также в других словарях:
αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρπαγή — seizure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγη — hook fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱ρπάγη , ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης … Dictionary of Greek
αρπαγή — η (Α ἁρπαγή) [αρπάζω] η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων αρχ. 1. τα λάφυρα, η λεία 2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής … Dictionary of Greek
ἁρπαγῇ — ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγῆι , ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπαγή — η 1. αφαίρεση πραγμάτων με τη βία, άρπαγμα, λεηλασία: Οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο επιδόθηκαν σε αρπαγές. 2. βίαιη απαγωγή προσώπου: Οι αρπαγές παιδιών συνήθως γίνονται για να ζητηθούν κατόπι λύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαβίνων, αρπαγή — Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όταν ο Ρωμύλος έχτισε τη Ρώμη, θέλησε να εξασφαλίσει γυναίκες για τους άντρες που είχε συγκεντρώσει εκεί, γι’ αυτό προσκάλεσε τους γείτονες του Σ. να πάνε στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν κάτι αγώνες. Ενώ λοιπόν οι… … Dictionary of Greek
ἁρπαγῆι — ἁρπαγῇ , ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγῇ , ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγῶν — ἁρπάγη hook fem gen pl ἁρπαγή seizure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγαι — ἁρπάγη hook fem nom/voc pl ἁρπάγᾱͅ , ἁρπάγη hook fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)