-
121 harpaga
-
122 harpagō
-
123 724
{сущ., 3}1. хищение, похищение, расхищение, грабеж;2. добыча, похищенное, награбленное;3. жадность, алчность.Ссылки: Мф. 23:25; Лк. 11:39; Евр. 10:34.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 724
-
124 clutch
1. verb1) ((with at) to try to take hold of: I clutched at a floating piece of wood to save myself from drowning.) αρπάζω2) (to hold tightly (in the hands): She was clutching a 50-cent piece.) κρατώ σφιχτά2. noun1) (control or power: He fell into the clutches of the enemy.) αρπάγη2) ((the pedal operating) a device by means of which two moving parts of an engine may be connected or disconnected: He released the clutch and the car started to move.) συμπλέκτης (αυτοκινήτου)• -
125 grab
1. past tense, past participle - grabbed; verb1) (to seize, grasp or take suddenly: He grabbed a biscuit.) αρπάζω2) (to get by rough or illegal means: Many people tried to grab land when oil was discovered in the district.) (υφ)αρπάζω2. noun(a sudden attempt to grasp or seize: He made a grab at the boy.) αρπαγή, δράξιμο- grab at -
126 seizure
[-ʒə]noun (the act of seizing: seizure of property.) αρπαγή/κατάσχεση -
127 узурпация
[συζουρπάτσυγια] ουσ. θ. αρπαγή -
128 узурпация
[συζουρπάτσυγια] ουσ θ αρπαγή
См. также в других словарях:
αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρπαγή — seizure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγη — hook fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱ρπάγη , ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης … Dictionary of Greek
αρπαγή — η (Α ἁρπαγή) [αρπάζω] η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων αρχ. 1. τα λάφυρα, η λεία 2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής … Dictionary of Greek
ἁρπαγῇ — ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγῆι , ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπαγή — η 1. αφαίρεση πραγμάτων με τη βία, άρπαγμα, λεηλασία: Οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο επιδόθηκαν σε αρπαγές. 2. βίαιη απαγωγή προσώπου: Οι αρπαγές παιδιών συνήθως γίνονται για να ζητηθούν κατόπι λύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαβίνων, αρπαγή — Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όταν ο Ρωμύλος έχτισε τη Ρώμη, θέλησε να εξασφαλίσει γυναίκες για τους άντρες που είχε συγκεντρώσει εκεί, γι’ αυτό προσκάλεσε τους γείτονες του Σ. να πάνε στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν κάτι αγώνες. Ενώ λοιπόν οι… … Dictionary of Greek
ἁρπαγῆι — ἁρπαγῇ , ἁρπάζω snatch away aor subj pass 3rd sg ἁρπαγεύς masc dat sg (epic ionic) ἁρπαγῇ , ἁρπαγή seizure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαγῶν — ἁρπάγη hook fem gen pl ἁρπαγή seizure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγαι — ἁρπάγη hook fem nom/voc pl ἁρπάγᾱͅ , ἁρπάγη hook fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)