-
1 γελάω
γελάω, lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη; γναϑμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χϑὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι ϑυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαϑ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέϑιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναϑμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνϑρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσϑαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
См. также в других словарях:
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek