-
1 γελαστός
γελαστός, belachenswerth, lächerlich, Hom. einmal, Od. 8, 307 ἔργα γελαστά, v. l. ἔργ' ἀγέλαστα, Aristarch u. Herodian γελαστά, s. Scholl. – Oft bei Folgenden.
-
2 γελαστός
γελαστός, belachenswerr, lächerlich -
3 προς-κατα-γέλαστος
προς-κατα-γέλαστος, noch dazu ausgelacht, Long. 2, 19.
-
4 παγ-κατα-γέλαστος
παγ-κατα-γέλαστος, ganz lächerlich, Sp.
-
5 παγ-γέλαστος
παγ-γέλαστος, ganz lächerlich, Sp.
-
6 κατα-γέλαστος
κατα-γέλαστος, verlacht, zu verlachen, lächerlich; Πέρσας μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσϑαι Ἕλλησι Her. 8, 100; φοβοῦμαι, οὔτι μὴ γελοῖα εἴπω, ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; Rep. VII, 518 b; πάντων καταγελαστότατον Isocr. 4, 176; καταγέλαστος εἶ Ar. Nubb. 849. – Adv., Plat. Legg. VI, 781 c; καταγελάστως χρῆσϑαι τῷ σώματι Aesch. 1, 32, vgl. 43.
-
7 ἀ-γέλαστος
ἀ-γέλαστος, nicht lachend, traurig, ἀγέλαστα πρός-ωπα, finstere Gesichter, Aesch. Ag. 768, ch.; ἀ. πέτρα hieß der Stein, auf welchem Ceres bei Athen ausgeruht haben sollte, H. h. Cer. 200; B. A. 337; vgl. Zenob. 1, 7; übrtr. βίος, Phryn. com. B. A. 344; συμφοραί, trauriges Geschick, Aesch. Ch. 30; Σίβυλλα ἀγέλαστα φϑεγγομένη Plut. cur Pyth. 6. – Es ist ein Beiname mehrerer Philosophen, bes. des Heraklit. – Als Var. Hom. Odyss. 8, 307 ἤργ' ἀγέλαστα, Aristarch ἔργα γελαστά, s. Scholl.
-
8 ἐγ-κατα-γέλαστος
ἐγ-κατα-γέλαστος, = καταγ., welches Bekk. Aesch. 3, 76 hergestellt hat.
-
9 ὑπερ-κατα-γέλαστος
ὑπερ-κατα-γέλαστος, über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.
-
10 γελάω
γελάω, lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη; γναϑμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χϑὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι ϑυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαϑ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέϑιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναϑμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνϑρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσϑαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
-
11 ἀγέλαστος
ἀ-γέλαστος, nicht lachend, traurig, finster; ἀ. πέτρα hieß der Stein, auf welchem Ceres bei Athen ausgeruht haben sollte. Es ist ein Beiname mehrerer Philosophen, bes. des Heraklit; pass. unbelacht, nicht lächerlich -
12 καταγέλαστος
κατα-γέλαστος, verlacht, zu verlachen, lächerlich -
13 παγγέλαστος,
παγ-γέλαστος, u. παγ-γέλοιος, ganz lächerlich -
14 παγγέλοιος
παγ-γέλαστος, u. παγ-γέλοιος, ganz lächerlich -
15 παγκαταγέλαστος
-
16 προςκαταγέλαστος
-
17 ὑπερκαταγέλαστος
См. также в других словарях:
γελαστός — laughable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστός — ή, ό (Α γελαστός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει χαρούμενη, εύθυμη έκφραση στο πρόσωπο 2. (για πράγματα) ο φαιδρός, ο χαρωπός αρχ. ο άξιος για γέλια, ο γελοίος … Dictionary of Greek
γελαστός — ή, ό επίρρ. ά εύθυμος, χαρωπός: Η νύφη ανέβηκε γελαστή τα σκαλιά της εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελαστά — γελαστά̱ , γελαστής laugher masc nom/voc/acc dual γελαστής laugher masc voc sg γελαστής laugher masc nom sg (epic) γελαστός laughable neut nom/voc/acc pl γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc/acc dual γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГЕЛА — • Αγέλη, так назывались товарищества, устраивавшиеся в дорических государствах, особенно у критян, из юношей, достигших 17 летнего возраста; членами такого товарищества они оставались до женитьбы. Цель этого учреждения была та, чтобы… … Реальный словарь классических древностей
αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… … Dictionary of Greek
γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] … Dictionary of Greek
γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια … Dictionary of Greek
γελασηνός — ή, ό (Α γελασηνός, ή, όν) 1. ο γελαστός, ο εύθυμος 2. (για τόπους) ο χαριτωμένος («γελασηνό ακρογιάλι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ , γελάω + ηνός] … Dictionary of Greek
γελασιάρης — ρα, ρικο ο γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, διά τού αορ. εγέλασα] … Dictionary of Greek