-
21 αμαρτία
[амартиа] ουσ θ грех. -
22 αμαρτια
günah -
23 αμαρτία
1) péché2) pécher -
24 αμαρτία
1) grzech (m) rzecz.2) grzeszyć czas.3) zgrzeszyć czas. -
25 αμαρτία
1) hřešit2) hřích -
26 αμαρτία
sinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμαρτία
-
27 Αμαρτία 'ξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη
• Исповеданный грех – наполовину прощённыйИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αμαρτία 'ξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη
-
28 δι-αμαρτία
δι-αμαρτία, ἡ, das Verfehlen, Abirren τινός, von etwas; ἡμερῶν, Versehen in den Tagen, Thuc. 4, 89; τοῦ Ἀννίβου Plut. Fab. M. 6; τῶν ἱερείων, das Nichterhalten, Luc. sacrif. 1; übh. = Irrthum, Versehen, Plut. u. a. Sp.
-
29 ἐξ-αμαρτία
ἐξ-αμαρτία, ἡ, das Verfehlen, das Vergehen, Soph. Ant. 554.
-
30 Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία
Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας– Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία• Безделье – мать всех пороковИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας• Безделье – мать всех золИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία
-
31 günahkarlık
αμαρτία -
32 péché
αμαρτία -
33 pécher
αμαρτία -
34 hřešit
αμαρτία -
35 hřích
αμαρτία -
36 grzech
αμαρτία -
37 grzeszyć
αμαρτία -
38 zgrzeszyć
αμαρτία -
39 αμάρτημα
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
40 günah
αμαρτία, αμάρτημα
См. также в других словарях:
ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)