Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἁμαρτία+el

  • 1 günahkarlık

    αμαρτία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > günahkarlık

  • 2 péché

    αμαρτία

    Dictionnaire Français-Grec > péché

  • 3 pécher

    αμαρτία

    Dictionnaire Français-Grec > pécher

  • 4 hřešit

    αμαρτία

    Česká-řecký slovník > hřešit

  • 5 hřích

    αμαρτία

    Česká-řecký slovník > hřích

  • 6 grzech

    αμαρτία

    Słownik polsko-grecki > grzech

  • 7 grzeszyć

    αμαρτία

    Słownik polsko-grecki > grzeszyć

  • 8 zgrzeszyć

    αμαρτία

    Słownik polsko-grecki > zgrzeszyć

  • 9 günah

    αμαρτία, αμάρτημα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > günah

  • 10 vebal

    αμαρτία, ευθύνη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > vebal

  • 11 Fault

    subs.
    Mistake: P. and V. μαρτία, ἡ, σφάλμα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, πλημμέλεια, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, τό.
    Sin: P. and V. μαρτία, ἡ, δικία, ἡ, δίκημα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, τό.
    Defect, blemish: P. and V. μαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ.
    Short-comings: P. ἐλλείμματα, τά.
    Blame: P. and V. μέμψις, ἡ; see Blame.
    Be at fault, v.: P. and V. μαρτνειν, ἐξαμαρτνειν, σφάλλεσθαι, πλημμελεῖν, P. πταίειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.).
    My eye is al fault: V. τὸ δʼ ὄμμα μου νοσεῖ (Eur., Hel. 575).
    Where Apollo is at fault who are wise? V. ὅπου δʼ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ τίνες σοφοί; (Eur., El. 972).
    Find fault with: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), P. ἐπιτιμᾶν (dat. of person, acc. of thing; sometimes dat. of thing); see Blame.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fault

  • 12 грех

    грех
    м
    1. ἡ ἀμαρτία, τό κρίμα/ τό ἀμάρτημα (проступок)· ◊ как на \грех τδφερε ὁ διάολος· нечего \греха таить νά μήν τό κρύβουμε· с \грехом пополам разг κουτσάστραβά, πρόχειρα· не \грех и отдохнуть разг δέν εἶναι ἀμαρτία νά ξεκουραστεί κανείς.

    Русско-новогреческий словарь > грех

  • 13 грех

    α.
    1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•

    впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.

    2. πράξη αξιοκατάκριτη•

    -и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.

    εκφρ.
    дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•
    как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•
    от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•
    с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•
    что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά).

    Большой русско-греческий словарь > грех

  • 14 искупить

    -уплю, -упишь, παθ μτχ. παρλθ. χρ. искупленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εξαγοράζω, αποπλύνω, εξαγνίζω (έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνω, αντισταθμίζω.
    1. εξαγοράζομαι, αποπλύνομαι, εξαλείφομαι (για έγκλημα, αμαρτία κ.τ.τ.).
    2. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > искупить

  • 15 Flaw

    subs.
    Imperfection P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, P. and V. μαρτία. ἡ.
    Blemish, stain: P. and V. κηλς. ἡ.
    Deformity: P. πονηρία, ἡ (Plat.), αἶσχος, τό (Plat.).
    Mistake: P. and V. σφάλμα, τό, μαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλκημα, το.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flaw

  • 16 грешный

    грешн||ый
    прил ἔνοχος (о мыслях и т. ἡ.)Ι ἀμαρτωλός (о человеке)· ◊ \грешныйым делом вводн. сл. разг ὁμολογώ τήν ἀμαρτία μου.

    Русско-новогреческий словарь > грешный

  • 17 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 18 sin

    [sin] 1. noun
    (wickedness, or a wicked act, especially one that breaks a religious law: It is a sin to envy the possessions of other people; Lying and cheating are both sins.) αμαρτία,αμάρτημα
    2. verb
    (to do wrong; to commit a sin, especially in the religious sense: Forgive me, Father, for I have sinned.) αμαρτάνω
    - sinful
    - sinfully
    - sinfulness

    English-Greek dictionary > sin

  • 19 грех

    [γκριέχ] ουσ. α. αμαρτία, κρίμα

    Русско-греческий новый словарь > грех

  • 20 грех

    [γκριέχ] ουσ α αμαρτία, κρίμα

    Русско-эллинский словарь > грех

См. также в других словарях:

  • ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»