-
81 ευπεριστατος
-
82 οικεω
эп. тж. οἰκείω (impf. ᾤκουν - ион. οἴκεον, aor. ᾤκησα - эп. тж. οἴκησα; pass.: pf. ᾤκημαι - эп. οἴκημαι, aor. ᾠκήθην)1) населять, обитать, жить(ὑπωρείας Ἴδης, ἐν Πλευρῶνι Hom.; τὸν χῶρον, ἐν Πίνδῳ Her.; δόμους, χθόνα Aesch.; οὐρανῷ, παρὰ κρημνοῖσι Pind.; ναοῖσι, παρὰ ὄχθον, κατὰ στέγας, ὑπὸ χθονός Eur.; перен. ἥ οἰκοῦσα ἔν τινι ἁμαρτία NT.)
γῆ οὐκ οἰκουμένη Soph. — необитаемая земля;οἰ. ἔξω τῶν κακῶν Eur. — жить без забот2) тж. med. селиться, заселять, колонизовать(τὰς πλείστας τῶν νήσων Thuc.)
οἱ τὰς νήσους οἰκημένοι Ἴωνες Her. — поселившиеся на этих островах ионийцы3) pass. быть расположенным, находиться(αἱ πόλεις νήσους οἰκέαται - ион. 3 л. pl. pf. pass. Her.)
4) управлять, руководить(πόλεις καὴ οἴκους Xen.; ὀρθῶς Plat.)
εἰς πλείους οἰ. Thuc. — править в интересах большинства - см. тж. οἰκουμένη -
83 πλεοναζω
(pf. πεπλεόναχα или πεπλεόνακα)1) быть чрезмернымὃ μήτε πλεονάζει, μήτε ἐλλείπει Arst. — (серединой называется) то, что не является ни избыточным, ни недостаточным
2) иметь в избытке, изобиловать(τινός Arst.)
3) ( об уродствах) иметь лишнее число членов(π. καὴ κολοβὰ γίγνεσθαι Arst.)
4) выступать из берегов, разливаться(πλεονάσας ὅ Νεῖλος Plut.)
5) приходить во множестве или часто6) приумножаться(ἐπλεόνασεν ἥ ἁμαρτία NT.)
7) преисполнять(τινὰ ἀγαπῇ NT.)
8) выходить за пределы разумного, предъявлять непомерные требования Dem., Isocr.9) становиться высокомерным, зазнаваться(τῇ εὐτυχίᾳ Thuc.)
10) преувеличиватьνομίζειν τι πλεονάζεσθαι Thuc. — считать что-л. преувеличенным
11) грам. вставлять ненужные слова, употреблять плеонастически12) грам. быть плеонастичным -
84 πταισμα
-
85 грешный
грешн||ыйприл ἔνοχος (о мыслях и т. ἡ.)Ι ἀμαρτωλός (о человеке)· ◊ \грешныйым делом вводн. сл. разг ὁμολογώ τήν ἀμαρτία μου. -
86 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
87 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
88 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
89 ἀγνόημα
грех по неведению, заблуждение; син. ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (מִשְׂגֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγνόημα
-
90 ἁμάρτημα
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок; син. ἀγνόημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (חַטָּאָה), (עָוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
91 ἀνομία
беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, (παρανομία); LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע), (תּוֹעבָה), (רשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνομία
-
92 ἥττημα
оскудение, упадок, понижение; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, παράβασις, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἥττημα
-
93 παράβασις
преступление, нарушение (закона), проступок; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράβασις
-
94 παρακοή
непослушание; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, (παρανομία).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακοή
-
95 παρανομία
преступление закона, беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρανομία
-
96 ἀμάρτημα
ἡ ἀμαρτία / τὸ ἀμάρτημα, ατος погрешность, ошибка; проступок -
97 αμαρτιών
-
98 ἁμαρτιῶν
-
99 αμαρτάδα
-
100 ἁμαρτάδα
См. также в других словарях:
ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)