-
1 αμαξιτός
-
2 αμάξιτος
-
3 ἀμάξιτος
-
4 ἀμαξιτός
ᾰμαξῐτός, -ον1 highway met., of the path of song.καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον N. 6.54
pro subs., sc.ὁδόν. μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11. -
5 ἀμαξιτός
ἀμαξιτός ( ἄμαξα): wagon - road, strictly adj., sc. ὁδός, Il. 22.146†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμαξιτός
-
6 ἀμαξιτός
Βλ. λ. αμαξιτός -
7 ἁμαξιτός
Βλ. λ. αμαξιτός -
8 ἁμαξιτός
A ibo) traversed by wagons,ἁ. ὁδός
carriage-road, high-road, highway,Pi.
N.6.54, X.An.1.2.21; without ὁδός, as Subst., Il.22.146, h.Cer. 177, Thgn.599, Hdt.7.200, IG4.926 (Epid.), Tab.Heracl.1.60; ἐν τριπλαῖς ἁ. in a place where three ways meet, S.OT 716, etc.2 metaph.,πειθοῦς ἁ. Emp.133
;μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν Pi.P.4.247
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξιτός
-
9 αμαξιτόν
ἁμαξιτόςibo: masc /fem acc sgἁμαξιτόςibo: neut nom /voc /acc sg——————ἁμαξιτόςibo: masc /fem acc sgἁμαξιτόςibo: neut nom /voc /acc sg -
10 αμαξιτώ
-
11 αμάξιτον
-
12 ἁμάξιτον
-
13 Αμάξιτον
-
14 Ἁμάξιτον
-
15 αμαξιτοίς
-
16 ἁμαξιτοῖς
-
17 αμαξιτού
-
18 ἁμαξιτοῦ
-
19 αμαξιτούς
-
20 ἁμαξιτούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμαξιτός — αμαξιτός, ή, ό και αμαξωτός, ή, ό δρόμος από τον οποίο μπορούν να περάσουν άμαξες: Ο δρόμος ήταν αμαξιτός, αλλά σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαξιτός — ἁμαξιτός ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξιτος — ἁμάξιτος masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτός — ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… … Dictionary of Greek
ἀμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξιτον — ἁμάξιτος masc/fem acc sg ἁμάξιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαξιτῷ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῖς — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῦ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)