Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλίτυρος

См. также в других словарях:

  • αλίτυρος — ἁλίτυρος, ο (Α) αλατισμένο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυρός «τυρί»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλίτυρος — ἁλίτῡρος , ἁλίτυρος salted cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιτύρῳ — ἁλιτύ̱ρῳ , ἁλίτυρος salted cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»