-
1 αλίτυρος
-
2 ἁλίτυρος
-
3 αλιτυρος
-
4 ἁλίτυρος
ἁλί-τῡρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίτυρος
-
5 ἁλίτῡρος
-
6 ἀρτι-παγής
-
7 αρτιπαγης
-
8 αλιτύρω
-
9 ἁλιτύρῳ
См. также в других словарях:
αλίτυρος — ἁλίτυρος, ο (Α) αλατισμένο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυρός «τυρί»] … Dictionary of Greek
ἁλίτυρος — ἁλίτῡρος , ἁλίτυρος salted cheese masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
ἁλιτύρῳ — ἁλιτύ̱ρῳ , ἁλίτυρος salted cheese masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)