Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἁλιευτικά

См. также в других словарях:

  • ἁλιευτικά — ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιευτικάς — ἁλιευτικά̱ς , ἁλιευτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ОППИАН —    • Oppiānus,          Όππιανός, греческий поэт из Киликии, живший во времена Марка Аврелия и Коммода, автор дидактической поэмы Άλιευτικά в 5 книгах, в которых трактуется о содержании, свойствах, образе жизни и ловле рыбы. Поэма эта, которая… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αλάσκα — (Alaska). Χερσόνησος της Bόρειας Αμερικής, που εκτείνεται προς τη βορειοανατολική Ασία, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπέρινγκ (ή Βερίγγειος). Μαζί με τις Αλεούτες νήσους αποτελεί πολιτεία (1.477.268 τ. χλμ., 634.892 κάτ. το 2001) των… …   Dictionary of Greek

  • Διέπη — (Dieppe). Πόλη (34.673 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας. Αποτελεί διοικητικό κέντρο του νομού Σεν Μαριτίμ (6.278 τ. χλμ., 1.238.543 κάτ.). Βρίσκεται στις ακτές της Μάγχης και είναι ένα από τα σημαντικότερα αλιευτικά λιμάνια της Γαλλίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Agathocles (writer) — Agathocles (Gr. polytonic|Ἀγαθοκλῆς, fl. 3rd century BC) was a Greek histo­rian who wrote a history of Cyzicus (polytonic|περὶ Κυζίκου) in the Ionic dialect.Citation last = Smith first = William author link = William Smith (lexicographer)… …   Wikipedia

  • Оппиан — (Όππιανός) греческий дидактический поэт, живший во второй половине II го столетия по Р. Хр.; родом из киликийского города Корика. Пользовался особым расположением Марка Аврелия, который платил ему за каждый стих по золотому. О. умер 30 лет от… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПАНКРАТ —    • Pancrătes,          Παγκράτης,        1. сочинитель эпиграмм в греческой антологии;        2. сочинитель стихотворения Άλιευτικά и элегии Θαλάσσια έργα;        3. александрийский поэт, который был принят в александрийский музей за свои… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»