Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁδρός

См. также в других словарях:

  • ἁδρός — thick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. χοντρός, πυκνός: Ο φίλος σου έχει αδρά χαρακτηριστικά. 2. άφθονος, πολύς: Πήρε μια αδρή αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁδρά — ἁδρός thick neut nom/voc/acc pl ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc/acc dual ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότερον — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτάτων — ἁδρός thick fem gen superl pl ἁδρός thick masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέραις — ἁδρός thick fem dat comp pl ἁδροτέρᾱͅς , ἁδρός thick fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέρων — ἁδρός thick fem gen comp pl ἁδρός thick masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέρως — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρόν — ἁδρός thick masc acc sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότατα — ἁδρός thick adverbial superl ἁδρός thick neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»