Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μικρότεροι

См. также в других словарях:

  • μικρότεροι — μῑκρότεροι , μικρός small masc nom/voc comp pl μῑκρότεροι , σμικρός small masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • πλάγια — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιά — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακήνα — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (460 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στα νότια της επαρχίας και της Καλαμπάκας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 460 κάτ.). 2. Ορεινός… …   Dictionary of Greek

  • Σκινιάς — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (681 κάτ., υψόμ. 210 μ.), στην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., 882 κάτ.) στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, οι Βακιώτες (45 κάτ …   Dictionary of Greek

  • Πελασγία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται στα BA της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (52 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Κυπαρισσώνας (υψόμ. 330 μ.) και η Παραλία Πελασγίας… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»