-
1 μικρότεροι
μῑκρότεροι, μικρόςsmall: masc nom /voc comp plμῑκρότεροι, σμικρόςsmall: masc nom /voc comp pl -
2 ἁδρός
ἁδρός, ά, όν (ἄδην, ἀδέω, Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit ἀδινός zusammen), voll, ausgewachsen, reif, καρπός Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); παιδίον 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, χιών Her. 4, 31; πόλεμος, ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῠρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; ἰχϑύς Com. Ath. VIII, 381 d; κοιλία Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; πιεῖν ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; ἁδρός τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Ggstz von ἰσχνός; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.
См. также в других словарях:
μικρότεροι — μῑκρότεροι , μικρός small masc nom/voc comp pl μῑκρότεροι , σμικρός small masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
πλάγια — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πλαγιά — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… … Dictionary of Greek
Σαρακήνα — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (460 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στα νότια της επαρχίας και της Καλαμπάκας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 460 κάτ.). 2. Ορεινός… … Dictionary of Greek
Σκινιάς — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (681 κάτ., υψόμ. 210 μ.), στην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., 882 κάτ.) στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, οι Βακιώτες (45 κάτ … Dictionary of Greek
Πελασγία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Βρίσκεται στα BA της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (52 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Κυπαρισσώνας (υψόμ. 330 μ.) και η Παραλία Πελασγίας… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek