-
1 σφάραγος
-
2 σφάραγος
σφάραγοςmasc nom sg -
3 σφάραγος
σφάραγος, ὁ, jedes Rauschen, Lärmen, Geräusch, Gebraus, Gezisch, Geprassel -
4 σφάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάραγος
-
5 πυρι-σφάραγος
πυρι-σφάραγος, = πυρισμάραγος, als v. l.
-
6 πολυ-σφάραγος
πολυ-σφάραγος, = πολυσμάραγος, λαιμοί, Opp. Cyn. 4, 445.
-
7 βαρυ-σφάραγος
βαρυ-σφάραγος, Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
-
8 ἀ-σφάραγος
ἀ-σφάραγος (α euphon., vgl. φάρυγξ), ὁ, Luftröhre, Kehle, Il. 22, 328.
-
9 ἐρι-σφάραγος
ἐρι-σφάραγος, laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
-
10 σφαράγοιο
σφάραγοςmasc gen sg (epic) -
11 σφάραγον
σφάραγοςmasc acc sg -
12 σμαραγέω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. - ῆσαιCompounds: As 2. member (directly referring to the verb) in ἐρι-σμάραγος `droning loudly' (Hes. of Ζεύς, late also of θάλασσα a. o.), also πολυ-, βαρυ-, ἁλι-σμάραγος a. o. (Opp., Nonn.). Also σμαραγίζω `id.' (Hes. Th. 693), σμαράσσω (EM), μαράσσω (Erot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Onomatopoet. like λαλαγέω, παταγέω, σφαραγέομαι, ῥαθαγέω a. o. with λαλαγή, πάταγος, σφάραγος, ῥάθαγος a. o.; σμαράσσω like πατάσσω, ῥαθάσσω a. o. -- Improbable hypothesis on the origin (reformation of σφαραγέομαι after ( σ)μάραγνα `whip') by Güntert Reimwortbild. 159. -- Furnée 227 considers σφάραγος as a variant (with φ\/μ) and so takes the two words as Pre-Greek.Page in Frisk: 2,747Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμαραγέω
-
13 σφαραγέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `crackle, sizzle' (ι 390), `teem, be full unto bursting' (ι 440).Other forms: only ipf. σφαραγεῦντο; also σφαραγίζω in ἐσφαράγιζον `excited (with noise)' (Hes. Th. 706), -ίζει βροντᾳ̃, ταράττει, ψοφεῖ H.;Derivatives: σφάραγος = ψόφος H., further only as 2. member, e.g. ἐρι- σφαραγέομαι `with loud noise' (h. Merc. a.o.), βαρυ- σφαραγέομαι `with dull noise' (Pi.).Etymology: Old inherited soundword (on the formation cf. σμαραγέω) with near cognates in Skt. sphū́rjati, -áyati `crackle, drone', Balt., e.g. Lith. sprag-ù, ė́ti `crackle, creak', Germ., e.g. OE sprecan, OHG sprehhan `spreak' etc.; besides in the sense of `(with bang) burst, break up etc.' Skt. sphū́rjati `break up', Balt., e.g. Lith. spróg-stu, -ti `break up, burst, but', to which also σπαργάω; s. v. w. lit. a. further forms. After Hiersche Ten. aspiratae 198ff. σφαρα-γέομαι, ( ἐρι) - σφάραγος would be old defigurements of σμαραγέω, ( ἐρι)-σμάραγος resp. σπαργέω, - άω(?). -- Cf. σφραγίς.Page in Frisk: 2,828Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφαραγέομαι
-
14 ανεμοσφαραγος
-
15 βαρυσφαραγος
-
16 ερισφαραγος
-
17 βαρυσφάραγος
A = βαρυσμάραγος, loud-thundering, of Ζεύς, Pi.I.8(7).23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσφάραγος
-
18 λιγυσφάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυσφάραγος
-
19 πολυσφάραγος
A = πολυσμάραγος, Opp.C.4.445, Nonn.D.2.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσφάραγος
-
20 πυρισμάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισμάραγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφάραγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… … Dictionary of Greek
σφαράγοιο — σφάραγος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάραγον — σφάραγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
λιγυσφάραγος — λιγυσφάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι σφάραγος] … Dictionary of Greek
πολυσφάραγος — ον, ΜΑ πολυσμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τσυρίζω, τρίζω», πρβλ. βαρυ σφάραγος] … Dictionary of Greek
πυρισφάραγος — ον, Α πυρισμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμο σφάραγος] … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
βαρυσφάραγος — βαρυσφάραγος, ον (Α) ο βαρυσμάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σφάραγος < σφαραγούμαι ( έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»] … Dictionary of Greek