-
1 σαλευτος
-
2 σαλευτός
σαλευτός, bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).
-
3 σαλευτός
σαλευτός, bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend -
4 σαλευτός
A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλευτός
-
5 ἀ-παρα-σάλευτος
ἀ-παρα-σάλευτος, unerschüttert, Sp.
-
6 ἀ-σάλευτος
ἀ-σάλευτος, unbewegt, eigtl. vom Meere, neben ἀκύμων Plut. sol. an. 35; unerschüttert, Eur. Bacch. 389; ἡσυχία Plat. Ax. 370 d; vgl. Alph. 10 (XI, 100); Strat. 25 (XII, 183). – Adv., ἀσαλεύτως καὶ βεβαίως μένειν Pol. 9, 9, 8.
-
7 ἀ-μετα-σάλευτος
ἀ-μετα-σάλευτος, unbeweglich, Clem. Alex.
-
8 ἡμι-σάλευτος
ἡμι-σάλευτος, halb erschüttert, Hesych.
-
9 σαλευτά
σαλευτόςtottering: neut nom /voc /acc plσαλευτά̱, σαλευτόςtottering: fem nom /voc /acc dualσαλευτά̱, σαλευτόςtottering: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 σαλευτόν
σαλευτόςtottering: masc acc sgσαλευτόςtottering: neut nom /voc /acc sg -
11 σαλευτούς
σαλευτόςtottering: masc acc pl -
12 ασαλευτος
21) непоколебимый, незыблемый(γῆ Arst.; τυραννίς Plut.)
2) невозмутимый, безмятежный(τὸ φρονεῖν Eur.; ἡσυχία Plat.)
-
13 ἡμισάλευτος
A half-shaken, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμισάλευτος
-
14 ἀμετασάλευτος
-
15 ἀπαρασάλευτος
-
16 ἀσάλευτος
ἀ-σάλευτος, unbewegt (eigtl. vom Meere); unerschüttert -
17 ἡμισάλευτος
См. также в других словарях:
σαλευτός — ή, όν, Α [σαλεύω] αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει … Dictionary of Greek
σαλευτά — σαλευτός tottering neut nom/voc/acc pl σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc/acc dual σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτόν — σαλευτός tottering masc acc sg σαλευτός tottering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτούς — σαλευτός tottering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαλεύτως — Α επίρρ. (σχετικά με την καρδιά) με πολλούς παλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαλευτός + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek