-
1 σαλευτός
A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλευτός
-
2 σαλευτά
σαλευτόςtottering: neut nom /voc /acc plσαλευτά̱, σαλευτόςtottering: fem nom /voc /acc dualσαλευτά̱, σαλευτόςtottering: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 σαλευτόν
σαλευτόςtottering: masc acc sgσαλευτόςtottering: neut nom /voc /acc sg -
4 σαλευτούς
σαλευτόςtottering: masc acc pl -
5 ἡμισάλευτος
A half-shaken, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμισάλευτος
См. также в других словарях:
σαλευτός — ή, όν, Α [σαλεύω] αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει … Dictionary of Greek
σαλευτά — σαλευτός tottering neut nom/voc/acc pl σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc/acc dual σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτόν — σαλευτός tottering masc acc sg σαλευτός tottering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτούς — σαλευτός tottering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαλεύτως — Α επίρρ. (σχετικά με την καρδιά) με πολλούς παλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαλευτός + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek