-
1 ασάλευτος
-
2 ἀσάλευτος
-
3 ασαλευτος
21) непоколебимый, незыблемый(γῆ Arst.; τυραννίς Plut.)
2) невозмутимый, безмятежный(τὸ φρονεῖν Eur.; ἡσυχία Plat.)
-
4 ἀσάλευτος
A unmoved, unshaken,ἀ. ἡ γῆ Arist.Mu. 392b34
; of Delos, AP9.100 (Alph.);ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν LXXEx. 13.16
, al.;πρῷρα Act.Ap.27.41
; of the sea, prob. in Plu.2.982f: metaph. of the mind, E.Ba. 391 (lyr.);ἀ. ἡσυχία Pl.Ax. 370d
; πίστις Polystr.p.10 W.;βασιλεία Ep.Hebr.12.28
;στάλα ἀ. Hymn.Is.4
;νίκη IG9(1).270
([place name] Atalante); ἀ. μένειν, of ordinances, PLips.34.35 (iv A.D.), cf. Sammelb.4324.12. Adv.- τως Plb.9.9.8
: neut. pl. as Adv.,χείλεσι ἀσάλευτα μεμυκόσι AP12.183
(Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάλευτος
-
5 ἀσάλευτος
ἀσάλευτος, ον (s. σαλεύω; Eur., Pla., et al; ins; pap; TestSol 13:5 C; ApcEsdr 4:29, p. 29, 5 Tdf.; ApcMos 32; Philo; Jos., Bell. 1, 405; LXX in special sense)① lit., not being subject to movement, of part of a ship that has run aground ἡ πρῷρα ἔμεινεν ἀ. the bow remained immovable Ac 27:41.② not subject to alteration of essential nature or being, unshakable, enduring, fig. ext.of 1 (so Polystrat. p. 10 [πίστις]; Diod S 2, 48, 4 [ἐλευθερία]; 3, 47, 8; 5, 15, 3 al.; Plut., Mor. 83e; TestSol 13:5 C; Philo, Mos. 2, 14; IMagnMai 116, 26 [διάταξις]; Kaibel 855, 3; 1028, 4; BGU 1826, 16 [52/51 B.C.]; PFamTebt 19, 24 [118 A.D.] and see pap since IV A.D. e.g. PLips 34, 18; 35, 20) βασιλεία ἀ. a kingdom that cannot be shaken Hb 12:28.—DELG s.v. σάλος. M-M. -
6 ἀσάλευτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀσάλευτος
-
7 ασάλευτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ασάλευτος
-
8 ασάλευτος
η, ο [ος, ον ]1) неподвижный, недвижимый; не шевелящийся; 2) стойкий, непоколебимый; 3) спокойный, тихий (о море) -
9 ἀσάλευτος
непоколебимый, недвижимый, незыблемый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσάλευτος
-
10 ασάλευτος
[που δε κινείται]unbewegt -
11 ἀσάλευτος
-ος,-ον + A 3-0-0-0-0=3 Ex 13,16; Dt 6,8; 11,18immovable, definitely fixed; ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου it shall be immovable before your eyes(stereo-typical rendition of טוטפות phylacteries)Cf. CLERMONT-GANNEAU 1905 357-359; FREY 1952, 218-219; LE BOULLUEC 1989, 52-54; →MM; NIDNTT -
12 ἀσάλευτος
ἀ-σάλευτος, unbewegt (eigtl. vom Meere); unerschüttert -
13 ασαλης
-
14 ασαλεύτως
-
15 ἀσαλεύτως
-
16 ασάλευτον
-
17 ἀσάλευτον
-
18 ἀ-σκορδίνωτος
ἀ-σκορδίνωτος, Hesych. ἀσάλευτος, μὴ κινῶν τὰ μέλη.
-
19 ἄ-σαλος
ἄ-σαλος, = ἀσάλευτος, Plut. sol. an. 32.
-
20 ισορροπως
в состоянии равновесия, устойчиво(ἀσάλευτος Plut.)
τὰ ὀχήματα ἰ. εὐήνια Plat. — легко управляемые, благодаря своему равновесию, колесницы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσάλευτος — unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάλευτος — η, ο (AM ἀσάλευτος, ον) 1. αυτός που δεν κινείται, ο ακλόνητος 2. (για τη θάλασσα) ακίνητη, γαλήνια 3. μτφ. ο σταθερός, ο αδιατάρακτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταβληθεί … Dictionary of Greek
ασάλευτος — η, ο επίρρ. α 1. ακίνητος, ακύμαντος: Η θάλασσα σήμερα είναι εντελώς ασάλευτη. 2. ακλόνητος, σταθερός: Το ζώο ασάλευτο τον κοίταζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαλεύτως — ἀσάλευτος unmoved adverbial ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάλευτον — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc sg ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτοις — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτου — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτους — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτων — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαλεύτῳ — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάλευτα — ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)