Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσάλευτος

См. также в других словарях:

  • ἀσάλευτος — unmoved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάλευτος — η, ο (AM ἀσάλευτος, ον) 1. αυτός που δεν κινείται, ο ακλόνητος 2. (για τη θάλασσα) ακίνητη, γαλήνια 3. μτφ. ο σταθερός, ο αδιατάρακτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταβληθεί …   Dictionary of Greek

  • ασάλευτος — η, ο επίρρ. α 1. ακίνητος, ακύμαντος: Η θάλασσα σήμερα είναι εντελώς ασάλευτη. 2. ακλόνητος, σταθερός: Το ζώο ασάλευτο τον κοίταζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσαλεύτως — ἀσάλευτος unmoved adverbial ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάλευτον — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc sg ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαλεύτοις — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαλεύτου — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαλεύτους — ἀσάλευτος unmoved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαλεύτων — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαλεύτῳ — ἀσάλευτος unmoved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάλευτα — ἀσάλευτος unmoved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»