-
1 πυρήνος
-
2 πυρῆνος
-
3 σκληρο-πύρηνος
σκληρο-πύρηνος, hartkernig, Sp.
-
4 μικρο-πύρηνος
μικρο-πύρηνος, kleinkernig, Theophr.
-
5 μεγαλο-πύρηνος
μεγαλο-πύρηνος, großkernig, -steinig, Theophr.
-
6 δι-πύρηνος
δι-πύρηνος, zweikernig. – Bei den Medic. τὸ δ. ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde.
-
7 μαλακο-πύρηνος
μαλακο-πύρηνος, weichkernig, Theophr.
-
8 ἀ-πύρηνος
-
9 απυρηνος
-
10 διπύρηνος
A with two knobs: Subst. -πύρηνον, τό, probe, Herophil. ap. Sor.2.85, Cael.Aur.CP3.3, Gal.2.574, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπύρηνος
-
11 μαλακοπύρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακοπύρηνος
-
12 μικροπύρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροπύρηνος
-
13 πολυπύρηνος
A with many stones, Thphr.CP4.4.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπύρηνος
-
14 πυρηνοσμίλη
A f.l. for πυρῆνος μήλης in Id.6.9, 21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρηνοσμίλη
-
15 σημείωσις
A indication, notice, Plu.2.961c.II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς ς. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς ς. ib.31.2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος ς. Paul.Aeg.6.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημείωσις
-
16 τορνεύω
A work with a lathe or chisel, turn, Pl.Criti. 113d;κρίκους ἐκ πυρῆνος Thphr.HP4.2.7
, cf. 5.3.2 ([voice] Pass.);πομφόλυγας IG12.373.254
; τοὺς πόλους τ. στρογγύλους ib.22.1675.22:—[voice] Med.,κυκλοτερὲς αὐτὸ ἐτορνεύσατο Pl.Ti. 33b
:—[voice] Pass., Thphr. Lap.42, Hero Aut.26.7, J.AJ3.7.6.2 metaph. of verses, turn neatly, round off, Ar.Th.54, cf. Plu.Aem.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τορνεύω
-
17 ἀπύρηνος
ἀ-πύρηνος, ohne Stein od. Kern (vom zarten Kern einer Art Granatäpfel) -
18 διπύρηνος
δι-πύρηνος, zweikernig; τὸ δ. ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde -
19 μαλακοπύρηνος
-
20 μεγαλοπύρηνος
μεγαλο-πύρηνος, großkernig, -steinig
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυρῆνος — πυρήν stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακοπύρηνος — μαλακοπύρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μαλακό πυρήνα, μαλακό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πυρήν, ῆνος (πρβλ. σκληρο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
μικροπύρηνος — η, ο (Α μικροπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει μικρό πυρήνα, μικρό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. μαλακο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
πολυπύρηνος — η, ο / πολυπύρηνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς πυρήνες, πολλά κουκούτσια νεοελλ. (βιολ. φυσ.) ο με πολλούς πυρήνες, αυτός που έχει περισσότερους από έναν πυρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. α πύρηνος)] … Dictionary of Greek