-
1 Φοίνῖκες
Φοίνῖκες: the Phoenicians, inhabitants of Phoenicia, their chief city Sidon. They appear in Homer as traders, skilful in navigation, famous alike for artistic skill and for piracy, Il. 23.744, Od. 13.272, Od. 14.288, Od. 15.415, 419, 473.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Φοίνῖκες
-
2 Φοίνικες
Φοί̱νῑκες, ΦοῖνιξPhoenician: masc /fem nom /voc plΦοῖνιξPhoenician: masc nom /voc pl -
3 φοίνικες
φοί̱νικες, φοῖνιξPhoenician: masc nom /voc pl -
4 φοίνικες
[ветви] финиковых пальмΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φοίνικες
-
5 πέριξ
πέριξ, 1) Praepos., bes. ion. u. p., ein verstärktes περί, rings herum; gew. c. acc., νῆσον Αἴαντος πέριξ, Aesch. Pers. 360; βωμὸν πέριξ νήσαντες ξύλα, Eur. Herc. F. 243; πέριξ τὸ τεῖχος, Her. 3, 158; ὠκεανὸν ῥέοντα πέριξ τὴν γῆν, 4, 36, vgl. 4, 180; – aber auch c. gen., πέριξ τοῦ ἱροῦ φοίνικες πεφύκασι, 2, 91, vgl. 4, 152. 1, 179, wie Xen. An. 7, 8, 12 u. Pol. 1, 45, 8; – zuweilen steht es dem Casus nach, τὴν πέριξ, Her. 4, 52. 79. – 2) Adv., ringsherum, νῆες κύκλῳ πέριξ ἔϑεινον, Aesch. Pers. 410; βωμία πέριξ, = περὶ βωμόν, Soph. Ant. 1286; oft bei Eur.; πέριξ ὑπ ορύσσοντες τὸ τεῖχος, Her. 5, 115; πέριξ τινὰ λαμβάνειν, = περιλαμβάνειν, 5, 87, umfassen, wie Plat. Tim. 36 c; τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες, Thuc. 6, 90; ὁ πέριξ τόπος, Plat. Tim. 62 d; τὰ πέριξ ἔϑνη, Xen. Cyr. 1, 5, 2; einzeln bei Sp., wie Luc. amor. 12; Plut.
-
6 κυρτόω
κυρτόω, krümmen, wölben; κῠμα κυρτωϑέν, von der wie zur Brautkammer gewölbten Woge, Od. 11, 244; κυρτῶν τε νῶτα ταῠρος Eur. Hel. 1574; sp. D., wie κυρτώσαντες λαίφεα Paul. Sil. 57 (X, 15), Opp. Cyn. 3, 273. – Auch in Prosa; οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται Xen. Cyr. 7, 5, 11; Sp., wie Galen. öfter.
-
7 καρπο-φόρος
καρπο-φόρος, fruchttragend, fruchtbar; Λιβύη Pind. P. 4, 6; ἄρουραι N. 6, 9; πεδία, γύαλα, Eur. Hel. 1501 I. T. 1235; φοίνικες Xen. Cyr. 6, 2, 22; Sp. Bei Paus. 8, 53, 7 heißt so Δημήτηρ καὶ Κόρη.
-
8 εὐν οῦχος
εὐν οῦχος, ὁ (Betthalter oder Betthüter, Diener u. Aufseher der Weiber, die verschnitten waren u. bes. in Asien als Vertraute der Fürsten oft zu großem Ansehen gelangten), der Verschnittene, Hämmling, Her. 8, 105; Xen. Cyr. 7, 5, 60 ff. u. A. – Auch von Thieren, Schol. Ap. Rh. 1, 587 u. Sp. – Von Früchten oder Pflanzen, die keinen Kern od. Saamen haben, φοίνικες, die auch ἀπύρηνοι genannt werden, Arist. bei Ath. XIV, 652 a; bei den Pythagoräern hieß so der Salat, id. II, 69 e (vgl. ἄστυτος). – Soph. frg. 880 sagt εὐνοῦχα ὄμματα, schlaflose, wache Augen, von VLL. εὔνεις, μὴ μετασχόντες ὕπνου erkl.
-
9 ναυσι-κλυτός
ναυσι-κλυτός, = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
-
10 βαλανη-φόρος
βαλανη-φόρος, φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.
-
11 νῑκό-λαοι
-
12 ἀρτί-βλαστος
ἀρτί-βλαστος, dasselbe, Ath. V, 206 b φοίνικες.
-
13 ἄθυρμα
ἄθυρμα, τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαϑον παῖς ἄγχι ϑαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀϑύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀϑὐρων, Od. 15, 416 ἔνϑα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυϑον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀϑύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀϑὐρματα ϑυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄϑ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀϑύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄϑ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄϑ. κάτϑεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅϑυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.
-
14 ἐμ-φύω
ἐμ-φύω (s. φύω), 1) einpflanzen, (durch die Geburt) einflößen; ϑεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Od. 22, 348, neben αὐτοδίδακτός εἰμι, ein Gott hat mir Gesangweisen eingepflanzt; vgl. αὐλητῆρι ϑεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν, p. bei Ath. VIII, 337 f; ἐμφῦσαι λογισμόν, ἔρωτά τινι, Xen. Mem. 1, 4, 7. 4, 3, 11; Sp.; τοὺς ὀδόντας, d. i. die Zähne fest einbeißen, Ael. H. A. 14, 8. – 2) Häufiger med. mit perf. (ἐμπέφυκα, ἐμπεφύασι, auch ἐμπέφυε, Theogn. 396) u. aor. II. act., angeboren werden, darin entstehen, u. im perf. angeboren, angeschaffen sein; τρίχες κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; darin wachsen, ἐμπεφύκασι ἐν αὐτῇ φοίνικες Her. 2, 156. Gew. übertr., a) festhalten; Θέτις ὡς ἥψατο γούνων, ὥς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα, gleichsam angewachsen, Il. 1, 513; oft ἐν δ' ἄρα οἱ φῠ χειρί, er faßte ihn fest bei der Hand, drückte ihm die Hand; auch ἐν χείρεσσι φύοντο, Od. 24, 409 (vgl. ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, die Lippen fest einbeißen); u. so Tragg., ἐμφὺς λευκοῖς καρποῖς χειρῶν Eur. Ion 891; u. allgemeiner, ἐμφύντε τῷ φύσαντι Soph. O. C. 1115, d. i. fest umschlingen; sp. D., wie ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα, fest angesogen, Theocr. 2, 56; Nic. Th. 131; οὔλῳ γὰρ στομίῳ ἐμφύεται 233. Auch in Prosa, χεῖρες ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖς ἐπισπαστῆρσι Her. 6, 91, vgl. 3, 109; ἐνεφύοντο ἀλλήλοις καὶ κατεφίλουν, sie umarmten sich, Plut. Fab. 13; ἐμφῠναι καὶ δακεῖν de cohib. ira 10; ἐμπεφυκότες ὀδόντες Ael. H. A. 14, 8; auch geistig, an Etwas festhalten, τῷ ῥήματι, ταῖς ἐλπίσι, Plut. def. orac. 3 Alex. fort. II, 11; τοῖς δόγμασι Cat. min. 4; ἐμφῠναι ταῖς ναυσίν, sich fest darauf verlassen, Them. 9. – b) von geistigen u. sittlichen Anlagen u. Zuständen; μάντει τἀληϑὲς ἐμπέφυκεν ἀνϑρώπων μόνῳ Soph. O. R. 299; τί δ' ἂν ϑέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῠναι φρενί; O. C. 1485; τὸ μωρὸν γυναιξὶν ἐμπέφυκε Eur. Hipp. 967; φϑόνος ἀρχῆϑεν ἐμφύεται ἀνϑρώπῳ Her. 3, 80; ἐμφύσεται τὸ τῆς ἀνδρίας ἦϑος Plat. Legg. VIII, 836 d; Xen. Cyr. 5, 2, 32; neben ἐγγίγνεται Mem. 3, 5, 17.
-
15 απυρηνος
-
16 βαλανηφορος
-
17 γραμμα
I.ἡ дор. Theocr. = γραμμή См. γραμμηII.- ατος τό1) черта, линия; рисунок(ὑφανταὴ γράμμασι ὑφαί Eur.; γράμμασιν τὰ ὀνόματα ἀπεικάζειν Plat.)
2) письменный знак, буква3) знак числа, цифра(ὧραι γράμμασι δεικνύμεναι Anth.)
4) музыкальный знак, нота5) математический чертеж Diog.L.6) изображение, картина(ζῳογράφοι γράμματ΄ ἔγραψαν Theocr.)
7) pl. алфавит, письменность8) pl. умение читать и писать, грамота(γράμματα διδάσκειν Dem. или παιδεύειν Arst.)
9) преимущ. pl. надпись, письмена10) pl. письменное послание, письмоὅ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. — письмоводитель, писец, секретарь11) pl. запись, перечень, список (sc. τῶν ἐν ἑκάστῃ τῇ ἁμάξη χρημάτων Xen.)12) pl. письменные документы(τὰ δημόσια γράμματα Dem.)
τούτων τὰ γράμματα ἀπέδειξεν Lys. — в доказательство этого он представил документы13) pl. государственные акты, указы, грамоты(γράμματα καὴ νόμοι Plat., Arst.; φυλάττειν τὰ γράμματα καὴ τὰ ψηφίσματα Arst.)
οἱ κατὰ τὰ γράμματα νόμοι Arst. — писаные законы14) pl. писаное правило(κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arst.)
15) преимущ. pl. сочинение, книга(γράμματα ποιητῶν τε καὴ σοφιστῶν Xen.; τὸ γ. Ἀντιμάχου Anth.)
16) науки, просвещение(γραμμάτων ἄπειρος Plat.)
-
18 διδασκαλιον
-
19 ευνουχος
-
20 καρποφορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… … Dictionary of Greek
Φοίνικες — Φοί̱νῑκες , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem nom/voc pl Φοῖνιξ Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικες — φοί̱νικες , φοῖνιξ Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μάλτα — I Νησιωτικό κράτος της νότιας Ευρώπης στην κεντρική Μεσόγειο, περίπου 60 ναυτικά μίλια N της Σικελίας.Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και σε σημαντική γεωστρατηγική θέση, η Μ. υπέστη διαδοχικές κατοχές αλλά ταυτόχρονα ήρθε σε… … Dictionary of Greek
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek