-
1 παλαιο-πράγμων
παλαιο-πράγμων, Erkl. von παλαιοϑέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
-
2 ποικιλο-πράγμων
ποικιλο-πράγμων, mancherlei unternehmend, Synes.
-
3 πολυ-πράγμων
πολυ-πράγμων, ον, mit vielen Sachen, Angelegenheiten, Händeln beschäftigt; bes. tadelnd, der sich in vielerlei Dinge mischt, die ihn Nichts angehen, Ar. Av. 471; aus Vorwitz, Neugier, zänkischer Geschäftigkeit oder Gewinnsucht sich in die Angelegenheiten Anderer mengend, der im Staate Neuerungen anfängt, vgl. Valck. Hipp. 785; ὄχλος, Plut. Pericl. 11; καὶ ϑρασύς, Lys. 24, 24; auch kleinlich weitläuftig und umständlich, Sp., wie Plut.; – selten lobend, genau, sorgfältig forschend, durch viele Thätigkeit in Geschäften geübt, Pol. 9, 1, 4 D. Sic. 1, 37.
-
4 φιλο-πράγμων
φιλο-πράγμων, ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie πολυπράγμων. – Adv. φιλοπραγμόνως.
-
5 κακο-πράγμων
κακο-πράγμων, ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.
-
6 μεγαλο-πράγμων
μεγαλο-πράγμων, ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.
-
7 μῑσο-πράγμων
μῑσο-πράγμων, ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.
-
8 ἀ-πράγμων
ἀ-πράγμων, ον (πρᾶγμα), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ ἰδιώτης ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit μέτριος, ἀφιλόνεικος abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem πολυπράγμων entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; πόλις 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; τόπος απ ράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων ἀπόλαυσις Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. απραγμόνως, ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87.
-
9 ἀ-πολυ-πράγμων
ἀ-πολυ-πράγμων, ον, dasselbe, M. Anton. 1, 5 τὸ ἀπ.
-
10 ὀλιγο-πράγμων
ὀλιγο-πράγμων, ον, Ggstz von πολυπράγμων, wenig thuend, Plut. de Stoic. repugn. 20, neben ἀπράγμων u. τὰ αὑτοῦ πράττων.
-
11 ἀλλοτριο-πράγμων
ἀλλοτριο-πράγμων, ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.
-
12 ὁμο-πράγμων
ὁμο-πράγμων, ον, mithandelnd, Gehülfe, Theilnehmer, Ios.
-
13 ἰσχῡρο-πράγμων
ἰσχῡρο-πράγμων, ονος, starke, muthige Thaten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.
-
14 ἰδιο-πράγμων
ἰδιο-πράγμων, ον, seine eigenen Geschäfte besorgend, für steh lebend u. sich nicht um Andere kümmernd; D. L. 9, 112; Schol. Ar. Equ. 262.
-
15 απραγμων
2, gen. ονος1) бездействующий, сторонящийся общественных дел Eur., Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.2) бездеятельный, беззаботный, покойный, праздный(σίτων ἀπόλαυσις Xen.; βίος Plut.)
3) спокойный, тихий(τόπος Arph.)
4) безболезненный(τελευτή Xen.)
-
16 ιδιοπραγμων
(μισάνθρωπος καὴ ἰ. Diog.L.)
-
17 κακοπραγμων
2, gen. ονος злонамеренный, коварный, подло поступающий Xen., Isocr., Polyb. -
18 μεγαλοπραγμων
2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut. -
19 ολιγοπραγμων
-
20 πολυπραγμων
2, gen. ονος1) хлопотливый, суетливый, всюду сующийся(π. καὴ θρασύς Lys.)
2) падкий на новшества, беспокойный(ὄχλος Plut.)
3) много исследующий, любознательный(Ἡρόδοτος ὅ π. Diod.)
См. также в других словарях:
ιδιοπράγμων — ἰδιοπράγμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει μόνο για τα ατομικά του συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
ισχυροπράγμων — ἰσχυροπράγμων ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… … Dictionary of Greek
λογοπραγμονώ — λογοπραγμονῶ, έω (Α) λογοπραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογοπράγμων < λογο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων)] … Dictionary of Greek
μεγαλοπράγμων — ον (Α μεγαλοπράγμων, ον) αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
μισοπράγμων — μισοπράγμων, ον (Α) αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο πράγμων] … Dictionary of Greek
ολιγοπράγμων — ον, αρσ. και ολιγοπράγμονας (Α ὀλιγοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με λίγα πράγματα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
ομοπράγμων — ὁμοπράγμων, ὁ (Α) αυτός που συμπράττει με κάποιον άλλο, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
παλαιοπράγμων — παλαιοπράγμων, ον (Α) παλαιοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
ποικιλοπράγμων — ον, Α αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές επιχειρήσεις, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek
πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… … Dictionary of Greek