-
1 παλαιοθέτης
πᾰλαιο-θέτης· παλαιοπράγμων, δραστήριος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιοθέτης
-
2 παλαιο-πράγμων
παλαιο-πράγμων, Erkl. von παλαιοϑέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
-
3 παλαιοπράγμων
A gloss on παλαιοθέτης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιοπράγμων
См. также в других словарях:
παλαιοθέτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλαιοπράγμων, δραστήριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + θέτης (< τίθημι)] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιοπράγμων — παλαιοπράγμων, ον (Α) παλαιοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] … Dictionary of Greek