-
21 επιμηχανος
-
22 ευμηχανος
21) искусный, умелый, изобретательный (sc. Εὐμενίδες Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.)εὐ. λόγου Plat. — искусно говорящий;
εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. — умеющий находить средства к жизни2) искусно придуманный, остроумный(ἐπίνοιαι Plat.)
τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. — находить остроумные выходы из затруднительных положений -
23 θρασυμηχανος
дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный(Ἡρακλέης Pind.)
-
24 κακομηχανος
-
25 ποικιλομηχανος
-
26 πολυμηχανος
-
27 ἀμήχανος
ἀ|μήχανος, ον ['не имеющий решения'] 1. (о лицах) беспомощный; 2. (о вещах) безысходный -
28 βιομήχανος
βῐο-μήχᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιομήχανος
-
29 γλυκυμήχανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκυμήχανος
-
30 δολομήχανος
δολο-μήχᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολομήχανος
-
31 δυσμήχανος
δυσ-μήχᾰνος, ον,A hard to effect, Epimen. ap. D.L.1.113; difficult, Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.Fr.35.7; prob. f.l. for δύσμαχον, J.BJ4.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμήχανος
-
32 δωδεκαμήχανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαμήχανος
-
33 θρασυμήχανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασυμήχανος
-
34 ποικιλομήχανος
ποικῐλο-μήχᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλομήχανος
-
35 πολυμήχανος
πολυ-μήχᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμήχανος
-
36 ἀδικομήχανος
ἀδῐκο-μήχᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδικομήχανος
-
37 ἀπροσμήχανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπροσμήχανος
-
38 ἀμήχανος
ἀ-μήχανος (μηχανή, μῆχος): (1) act., helpless, despairing, Od. 19.363.— (2) pass., of that with which one can do nothing, impossible, Il. 14.262 ; ὄνειροι, ‘inscrutable’, Od. 19.560 ; ἀμήχανα ἔργα, ‘irreparable mischief,’ Il. 8.130; of persons, ‘impracticable,’ ‘unmanageable,’ Il. 10.167 ; ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι, ‘it is hopeless to expect you to comply,’ Il. 13.726.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμήχανος
-
39 κακομήχανος
κακο-μήχανος ( μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακομήχανος
-
40 πολυμήχανος
πολυ - μήχανος: much contriving, full of device; ever ready, epith. of Odysseus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυμήχανος
См. также в других словарях:
μηχανός — μηχανός, ή, όν (Μ) 1. επιτήδειος, ικανός 2. συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
κακομήχανος — κακομήχανος, ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, ον) 1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος 2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.). επίρρ... κακομηχάνως (Μ) με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
ποικιλομήχανος — ον, Α αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… … Dictionary of Greek
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
γλυκυμάχανος — γλυκυμάχανος, ον (Α) αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού γλυκυμήχανος < γλυκύς + μηχανος < μηχανή] … Dictionary of Greek