-
1 παν-ευ-μήχανος
παν-ευ-μήχανος, sehr geschickt, Tzetz.
-
2 παμ-μήχανος
παμ-μήχανος, alllistig, Sp.
-
3 ποικιλο-μήχανος
ποικιλο-μήχανος, voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 ( App. 302).
-
4 πολυ-μήχανος
πολυ-μήχανος, reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.
-
5 κακο-μήχανος
κακο-μήχανος, Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
-
6 εὖ-μήχανος
εὖ-μήχανος, gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln u. Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, u. von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων, sinnreiche Auswege, Ar. Equ. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X, 600 a, vgl. Prot. 344 d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίϑων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι, Arist. H. A. 9, 11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις D. Sic. 20, 92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4, 593, wie Plat. Crat. 408 b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; a. Sp.
-
7 δυς-μήχανος
δυς-μήχανος, 1) schwer auszuführen, schwierig; δ. ἔργον ἀνύσσαι Opp. H. 3, 404, u. a. Sp. – 2) bei Themist. = der sich nicht zu rathen weiß, rathlos, πρός τι.
-
8 δω-δεκα-μήχανος
δω-δεκα-μήχανος, zwölf Künste verstehend, Ar. Ran. 1323, nach Schol. Anspielung auf einen Ausdruck des Eur., δ. ἄστρον, die durch die zwölf Zeichen des Thierkreises gehende Sonne; vgl. Plat. Sophist. beim Schol. Pax 792.
-
9 βιο-μήχανος
βιο-μήχανος, Betriebsamkeit sich Lebensunterhalt zu verschaffen, Arist. H. A. 9, 15.
-
10 δολο-μήχανος
δολο-μήχανος, von schlauen Künsten, Ränken voll; Simonid. bei Schol. Ap. Rh. 3, 26.
-
11 θρασυ-μήχανος
θρασυ-μήχανος, von kühnen Plänen, Unternehmungen; Herakles, dor. - μάχανος, Pind. Ol. 6, 67; von Löwen, N. 4, 62.
-
12 ἀ-προς-μήχανος
ἀ-προς-μήχανος, dass., Schol. Ap. Rh. 1, 1053.
-
13 ἀ-δικο-μήχανος
ἀ-δικο-μήχανος, Unrecht anstiftend, Ar. in B. A. 343.
-
14 ἀ-μήχανος
ἀ-μήχανος ( μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῠ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῠν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι· ὅπερ καὶ ϑέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῠ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῠν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασϑαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνϑρώπων ἡχϑηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυϑοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυϑοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῠ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποϑι Ζεὺς ήϑελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῠ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασϑαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιϑέσϑαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιϑέσϑαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῠτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνϑα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιϑέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν – δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσϑλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασϑαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυςπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παϑεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. ϑηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελϑεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆϑος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεϑος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆϑος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήϑει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.
-
15 ἐπι-μήχανος
ἐπι-μήχανος, listig anstiftend, κακῶν ἐπιμήχανος ἔργων, Anstifter böser Thaten, Orak. bei Her. 6, 19.
-
16 αδικομηχανος
-
17 αμηχανος
дор. ἀμάχᾰνος 21) бессильный, беспомощный, неспособный(ἀ. καὴ ἄτεχνος Plat.; ἀ. εἴς τι Eur.)
ἐγὼ σέο ἀ. Hom. — я не в силах помочь тебе;ἀ. τῇ πόλει Arph. — не умеющий быть полезным государству;ἀ. πρὸς τὸν βίον Arst. — неприспособленный к жизни;ἔφυν ἀ. ποιεῖν τι Soph. — я от природы не в состоянии сделать что-л.;2) непреодолимый, неотвратимый(συμφορά Eur.)
3) непроходимый(ὁδός Xen., Plut.)
4) неразрывный(δεσμά HH.)
5) неутолимый(ἄλγος Soph.)
6) неизлечимый, безнадежный(νόσοι Soph.)
7) непреклонный, несговорчивый, неуступчивый, своенравный(Ζεύς, Ἥρη, Ἀχιλλεύς Hom.)
ἀ. παραρρητοῖσι πιθέσθαι Hom. — не поддающийся (никаким) уговорам8) непоправимый(ἔργα Hom.; δόλος Hes.)
9) невозможный, неисполнимый(ἀμήχανον τελέσσαι Hom.)
ἀ. ἐκμαθεῖν Soph. — непостижимый10) неуловимый (в своем значении), непонятный(ὄνειρος Hom.)
11) невообразимый, невероятный, неописуемый, необычайный(μεγέθη, ἡδοναί Plat., Plut.)
ἀ. ὅσος Plat. — невероятно большой, необыкновенный -
18 βιομηχανος
-
19 δυσμηχανος
-
20 δωδεκαμηχανος
2знающий двенадцать (различных) приемовτὸ δωδεκαμήχανον ἄστρον Eur. — светило двенадцати путей (предполож. - о солнце, проходящем через 12 знаков зодиака)
См. также в других словарях:
μηχανός — μηχανός, ή, όν (Μ) 1. επιτήδειος, ικανός 2. συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
κακομήχανος — κακομήχανος, ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, ον) 1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος 2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.). επίρρ... κακομηχάνως (Μ) με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
ποικιλομήχανος — ον, Α αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
πολυμήχανος — η, ο / πολυμήχανος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ. «πολυμήχανος… … Dictionary of Greek
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
γλυκυμάχανος — γλυκυμάχανος, ον (Α) αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού γλυκυμήχανος < γλυκύς + μηχανος < μηχανή] … Dictionary of Greek