Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιμήχανος

См. также в других словарях:

  • επιμήχανος — ἐπιμήχανος, ον (Α) πανούργος, αυτός που σχεδιάζει με πανουργία κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμήχανε — ἐπιμήχανος craftily devising masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»