-
1 επιμηχανος
-
2 ἐπιμήχανος
ἐπι-μήχανος, listig anstiftend, κακῶν ἐπιμήχανος ἔργων, Anstifter böser Taten -
3 ἐπιμήχανος
ἐπιμήχᾰν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμήχανος
-
4 ἐπι-μήχανος
ἐπι-μήχανος, listig anstiftend, κακῶν ἐπιμήχανος ἔργων, Anstifter böser Thaten, Orak. bei Her. 6, 19.
-
5 επιμήχανε
-
6 ἐπιμήχανε
См. также в других словарях:
επιμήχανος — ἐπιμήχανος, ον (Α) πανούργος, αυτός που σχεδιάζει με πανουργία κάτι … Dictionary of Greek
ἐπιμήχανε — ἐπιμήχανος craftily devising masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek