-
1 ίκμης
ἴκμηa plant growing in moist places: fem gen sg (attic epic ionic)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sg (doric)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sgἰκμάωpres ind act 2nd sgἰκμάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἴκμης
ἴκμηa plant growing in moist places: fem gen sg (attic epic ionic)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sg (doric)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἴ̱κμης, ἰκμάωimperf ind act 2nd sgἰκμάωpres ind act 2nd sgἰκμάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 αὐτοκμής
A = αὐτοπόνητος, Opp.H.1.718.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκμής
-
4 δορικμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορικμής
-
5 δουρικμής
δουρι-κμής, [suff] δουρί-κτητος, [suff] δουρί-ληπτος, [suff] δουρι-μανής, [suff] δουρί-μαχος, [dialect] Ion. for δορι-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικμής
-
6 μεγαλοκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοκμής
-
7 νεοκμής
2 metaph., of troops, fresh, with unimpaired strength, Aen.Tact.16.14, 38.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκμής
-
8 σιδηροκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροκμής
-
9 ἀνδροκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροκμής
-
10 ἀκμής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκμής
См. также в других словарях:
νεοκμής — νεοκμής, ό και ἡ (Α) 1. νεόκμητος* 2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα 3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο κμής, δουρι κμής] … Dictionary of Greek
ἴκμης — ἴκμη a plant growing in moist places fem gen sg (attic epic ionic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (doric) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg ἰκμάω pres ind act 2nd sg ἰκμάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] … Dictionary of Greek
χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] … Dictionary of Greek
ακμής — ἀκμὴς ( ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, ον (Α) ακούραστος, ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κμης, μηδενισμένη βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *καμᾶ (πρβλ. κάμα τος) τού ρήματος κάμνω] … Dictionary of Greek
ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
k̂em/ǝ/-4 — k̂em/ǝ/ 4 English meaning: to be tired Deutsche Übersetzung: ‘sich abmũhen, mũde werden” Material: O.Ind. samnītē, sámati, samyati, Imp. samī̆ ṣva ‘sich mũhen, work, prepare, prepare, concoct”, samitá “zubereitet”, samitár… … Proto-Indo-European etymological dictionary