Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀ-κμής

См. также в других словарях:

  • νεοκμής — νεοκμής, ό και ἡ (Α) 1. νεόκμητος* 2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα 3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο κμής, δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

  • ἴκμης — ἴκμη a plant growing in moist places fem gen sg (attic epic ionic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (doric) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἴ̱κμης , ἰκμάω imperf ind act 2nd sg ἰκμάω pres ind act 2nd sg ἰκμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

  • χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] …   Dictionary of Greek

  • ακμής — ἀκμὴς ( ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, ον (Α) ακούραστος, ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κμης, μηδενισμένη βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *καμᾶ (πρβλ. κάμα τος) τού ρήματος κάμνω] …   Dictionary of Greek

  • ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • k̂em/ǝ/-4 —     k̂em/ǝ/ 4     English meaning: to be tired     Deutsche Übersetzung: ‘sich abmũhen, mũde werden”     Material: O.Ind. samnītē, sámati, samyati, Imp. samī̆ ṣva ‘sich mũhen, work, prepare, prepare, concoct”, samitá “zubereitet”, samitár… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»