-
1 δουρικμής
δουρι-κμής, [suff] δουρί-κτητος, [suff] δουρί-ληπτος, [suff] δουρι-μανής, [suff] δουρί-μαχος, [dialect] Ion. for δορι-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικμής
-
2 δουρικτητός
δουρι-κτητός ( κτάομαι): acquired by the spear, captured in battle, Il. 9.343†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουρικτητός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий