-
1 ανδροκμής
-
2 ἀνδροκμής
-
3 ἀνδροκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροκμής
-
4 ανδροκμήσι
-
5 ἀνδροκμῆσι
-
6 ανδροκμήσιν
-
7 ἀνδροκμῆσιν
-
8 ανδροκμήτα
-
9 ἀνδροκμῆτα
-
10 ανδροκμήτας
-
11 ἀνδροκμῆτας
-
12 λοιγός
λοιγός (A), ὁ,A ruin, havoc, of death by plague,ἡμῖν ἀπὸ λ. ἀμῦναι Il. 1.67
; by war, 5.603, etc.; of destruction of ships,νεῶν ἀπὸ λ. ἀμύνων 16.80
;λ. Ἐνυαλίου Pi.N.9.37
; βοᾷ λοιγὸν Ἐρινύς (Schütz λοιγὸς Ἐρινύν) A.Ch. 402 (lyr.);ἀνδροκμὴς λ. Id.Supp. 679
(lyr.).—Poet. (not in Od.); mock-heroic in Cratin.171. (Cf. Lith. pa-liegti 'become feeble, sickly'.)------------------------------------λοιγός (B), όν, -
13 σιδηροκμής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροκμής
См. также в других словарях:
ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
ἀνδροκμής — man wearying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆσι — ἀνδροκμής man wearying masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆσιν — ἀνδροκμής man wearying masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆτα — ἀνδροκμής man wearying masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆτας — ἀνδροκμής man wearying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)