Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-κατάληπτος

См. также в других словарях:

  • καταληπτός — seized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… …   Dictionary of Greek

  • καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»