-
1 понятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ευνόητος, καταληπτός, ευκατάληπτος, εύληπτος, ευκατανόητος•мало понятный λίγο καταληπτός•
трудно -ое слово δυσκολονόητη λέξη.
|| νοητός, καταληπτός.2. παλ. βλ. понятливый.εκφρ.-ое дело ή -ая вещь – βλ. понятно (2 ση μ). -
2 понятный
1. (ясный, вразумительный) κατανοητός, διασαφηνιστικός, ευκατανόη-τος, καταληπτός, αντιληπτός, ευνόητος, ευκατάληπτος, εύληπτος, νοήμων, νοήμονάς 2. (имеющий основание, оправданный, объяснимый) (κατα)νοητός, καταληπτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понятный
-
3 внятный
-
4 понятный
понятный νοητός· κατανοητός· καταληπτός (доступный для усвоения)* * *νοητός; κατανοητός; καταληπτός ( доступный для усвоения) -
5 внятность
(понятность речи) η ευκρίνεια, -ый ευκρινής, εύληπτος, καταληπτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внятность
-
6 внятный
внятн||ыйприл εὐκρινής, εὐληπτος, καταληπτός / σαφής, καθαρός (ясный):\внятныйое произношение ἡ εὐκρινής προφορά. -
7 вразумительный
вразумительн||ыйприл σαφής, κατανοητός, καταληπτός, εὐκρινής, καθαρός. -
8 общедоступный
общедоступныйприл1. (ηο цене) φτηνός, προσιτός:\общедоступныйые цены οἱ προσιτές τιμές·2. (понятный, популярный) κατανοητός ἀπ ὀλους, καταληπτός ἐκ· £λεΓΙΚθς:\общедоступныйаЯ ЛеКцИЯ ἡ ἐκλαϊκευτικ· -
9 объясниться
объясн||иться1. см. объясняться·2. (выясняться, становиться понятным) γίνομαι καταληπτός, γίνομαι κατανοητός. -
10 понятиый
поняти||ыйприл κατανοητός, εὐνόητος, κατάληπτός. -
11 уловимый
уловимыйприл ἀντιληπτός, καταληπτός:еле \уловимый ἀνεπαίσθητος. -
12 внятный
επ. -тен, -тна, -тно.1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.2. νοητός, καταληπτός. -
13 воспринять
-иму, -имешь, παρλθ. χρ. -й-нял -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспринятый, βρ: -нят, -а, -о, ρ.σ.μ.1. δέχομαι, υποδέχομαι•воспринять тепло υποδέχομαι θερμά.
2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, νογώ, αφομοιώνω.αφομοιώνομαι, γίνομαι καταληπτός, νοητός. -
14 общедоступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно.1. ευπρόσιτος, προσιτός για όλους• ευαπόκτητος.2. μτφ. κατανοητός, εύληπτος, καταληπτός από όλους. -
15 постижимый
επ. από μτχ.εύληπτος, κατανοητός, καταληπτός, αντιληπτός.
См. также в других словарях:
καταληπτός — seized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… … Dictionary of Greek
καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)