-
1 καταληπτός
κατα-ληπτός, adj. verb. zu καταλαμβάνω, zu ergreifen, zu begreifen, verständlich; τὰ πράγματα ἐφαίνετο καταληπτά, zu behaupten; πένϑος ϑεόϑεν καταληπτόν, act., Trauer, die einen durch göttliche Fügung trifft, od. die man von den Göttern her erhalten hat; von Krämpfen befallen.
См. также в других словарях:
καταληπτός — seized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… … Dictionary of Greek
καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)