-
1 πλατυ-θάλασσος
πλατυ-θάλασσος, mit breitem Meere, E. M.
-
2 τρι-θάλασσος
τρι-θάλασσος, att. - ττος, dreimeerig, zwischen drei Meeren od. von drei Meeren umgeben, Strabo.
-
3 εὐ-θάλασσος
εὐ-θάλασσος, gut am Meere gelegen, Philostr.; bei Soph. O. C. 715 wird δῶρον εὐϑ. auf die ϑάλασσα Ἐρεχϑηΐς in der Akropolis bezogen, welche Poseidon den Athenern schenkte (vgl. Her. 8, 55 Apolld. 3, 14), mit Anspielung auf die Schifffahrt, Schol. ὅτι ναυτικοί εἰσιν οἱ Ἀϑ. – Bei Alciphr. 2, 4 = der das Fahren zur See gut vertragen kann.
-
4 μιξο-θάλασσος
μιξο-θάλασσος, mit dem Meere Verkehr habend, wie Schiffer, Fischer, Or. bei Xen. Ephes. 1, 6.
-
5 δι-θάλασσος
δι-θάλασσος, att. διϑάλαττος, an zwei Meeren gelegen; Act Apost. 27, 41; zwei Meere bildend, πόντος Strab 2, 5, 22; D. Per 156.
-
6 ἀ-πειρο-θάλασσος
ἀ-πειρο-θάλασσος, des Meeres unkundig, Sp.
-
7 ἀρχι-θάλασσος
ἀρχι-θάλασσος, meerbeherrschend, Poseidon, Philp. 23 (VI, 38).
-
8 ἀμφι-θάλασσος
ἀμφι-θάλασσος, rings vom Meere umgeben, νομός Pind. Ol. 7, 33; von Korinth, Poll. 9, 17; am Meere, Xen. vect. 1, 7.
-
9 ἀγχι-θάλασσος
ἀγχι-θάλασσος, nah am Meere, Poll. 9, 17.
-
10 ἀ-θάλασσος
ἀ-θάλασσος, fern vom Meere, Menand. bei Ath. IV, 132; – οἶνος, nicht mit Meerwasser gemischt, Gal.
-
11 ἐπι-θάλασσος
ἐπι-θάλασσος, dasselbe, πόλις App. Hisp. 12.
-
12 ἐν-θάλασσος
ἐν-θάλασσος, att. - ττος, in dem Meere befindlich, D. Sic. 2, 43 σπιλάδες.
-
13 αθαλασσος
-
14 αμφιθαλασσος
-
15 αρχιθαλασσος
-
16 διθαλασσος
-
17 ευθαλασσος
2властвующий над прекрасным моремδῶρον εὐθάλασσον Soph. — (ниспосланный Посидоном) прекрасный дар мореплавания
-
18 βραχυθάλασσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυθάλασσος
-
19 διθάλασσος
A divided into two seas, of the Euxine, Str.2.5.22, cf. D.P.156; of the Atlantic, Str.1.1.8.II between two seas, where two seas meet, as is often the case off a headland, Act.Ap.27.41; βραχέα καὶ διθάλαττα shallows and meetings of currents, in the Syrtes, D.Chr.5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διθάλασσος
-
20 δυσθάλασσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθάλασσος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] … Dictionary of Greek
υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] … Dictionary of Greek
φιλοθάλασσος — και φιλοθάλαττος, ον, Α αυτός που αγαπά πολύ τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ἐμπειρο θάλασσος] … Dictionary of Greek
κακοθάλασσος — η, ο (για πλοία) αυτός που κλυδωνίζεται εύκολα στη θάλασσα («κακοθάλασσο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάλασσα (πρβλ. καλο θαλασσος)] … Dictionary of Greek
μιξοθάλασσος — μιξοθάλασσος, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή ο ναύτης και ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek
πλατυθάλασσος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει πλατιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek