Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(Ἀρκαδικός

См. также в других словарях:

  • Ἀρκαδικός — Arcadian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκαδικός — ή, ό (Α ἀρκαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρκαδία νεοελλ. (ως λογοτεχνικός όρος) εκείνος που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή …   Dictionary of Greek

  • Ἀρκαδικά — Ἀρκαδικός Arcadian neut nom/voc/acc pl Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc/acc dual Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικῶν — Ἀρκαδικός Arcadian fem gen pl Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικόν — Ἀρκαδικός Arcadian masc acc sg Ἀρκαδικός Arcadian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικαῖς — Ἀρκαδικός Arcadian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικαί — Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικοῖς — Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικοί — Ἀρκαδικός Arcadian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικοῦ — Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκαδικούς — Ἀρκαδικός Arcadian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»