-
1 δυς-θησαύριστος
δυς-θησαύριστος, schwer aufzubewahren; καρπός Plat. Criti. 115 b; Arist.
-
2 ἀ-θησαύριστος
ἀ-θησαύριστος, nicht aufzubewahren, Plat. Legg. VIII, 844 d.
-
3 αθησαυριστος
2непригодный для откладывания про запасπαιδεία Διονυσιάς ἀ. Plat. — непригодная для запаса дионисова забава, т.е. непригодный для долгого хранения виноград
-
4 δυσθησαυριστος
-
5 δυσθησαύριστος
δυσ-θησαύριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθησαύριστος
-
6 ἀθησαύριστος
-
7 δυςθησαύριστος
См. также в других словарях:
θησαυριστός — ή, ό [θησαυρίζω] σημαντικός, πολύτιμος («θησαυριστό δώρο») … Dictionary of Greek