-
1 δυσθησαύριστος
δυσ-θησαύριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθησαύριστος
См. также в других словарях:
θησαυριστός — ή, ό [θησαυρίζω] σημαντικός, πολύτιμος («θησαυριστό δώρο») … Dictionary of Greek
1 δυσθησαύριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθησαύριστος
θησαυριστός — ή, ό [θησαυρίζω] σημαντικός, πολύτιμος («θησαυριστό δώρο») … Dictionary of Greek