-
1 δυς-θησαύριστος
δυς-θησαύριστος, schwer aufzubewahren; καρπός Plat. Criti. 115 b; Arist.
-
2 ἀ-θησαύριστος
ἀ-θησαύριστος, nicht aufzubewahren, Plat. Legg. VIII, 844 d.
-
3 ἀθησαύριστος
-
4 δυςθησαύριστος
См. также в других словарях:
θησαυριστός — ή, ό [θησαυρίζω] σημαντικός, πολύτιμος («θησαυριστό δώρο») … Dictionary of Greek