-
21 μεγαλο-εργής
μεγαλο-εργής, u. - εργία, s. μεγαλουργής.
-
22 αγαθοεργια
-
23 αισχροεργια
стяж. αἰσχρουργία ἥ позорное поведение, постыдные поступки, разврат Eur., Xen., Aeschin. -
24 δυσεργια
-
25 κακοεργια
-
26 περιεργια
ἥ1) ненужный труд, излишние хлопоты, суетливость2) любопытство -
27 συνεργια
ἥ1) сотрудничество, содействие, помощь Arst., Polyb.2) соучастие, сообщничество Dem. -
28 ταχυεργια
-
29 φιλεργια
-
30 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
31 μεγαλοεργία
μεγᾰλο-εργία, ἡ,A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); [var] contr. [suff] μεγᾰλο-ουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργία
-
32 ταχυεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυεργία
-
33 ἀγαθοεργία
2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθοεργία
-
34 ἀπεριεργία
ἀπερι-εργία, ἡ,A artlessness, Perict. ap.Stob.4.28.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεριεργία
-
35 ἀγαθοεργία
-
36 ἀεργία
ἀ-εργία, Trägheit; Untätigkeit (das Wüstliegen des Ackers) -
37 ἀπεριεργία
-
38 ἀφιλεργία
-
39 δυςεργία
δυς-εργία, ἡ, Schwierigkeit, Hindernis beim Handeln -
40 κακοεργία
κακο-εργία, ἡ, das Schlechthandeln, die böse Tat
См. также в других словарях:
Ἐργίας — Ἐργίᾱς , Ἐργίας masc acc pl Ἐργίᾱς , Ἐργίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] … Dictionary of Greek
κηρουργία — κηρουργία, ἡ (Α) η παρασκευή ή παραγωγή κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο εργία με συναίρεση < κηρός + εργία < εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι ουργία, υαλ ουργία] … Dictionary of Greek
τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] … Dictionary of Greek
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
Асинергия — (от др. греч. ἀ приставка со значением отсутствия и др. греч. συνεργία, от др. греч. συν вместе, др. греч … Википедия
αλλεργία — (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο με 14,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής Α. περιφέρεται γύρω από τον… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
ματαιοεργία — ματαιοεργία, ἡ (Α) μάταιη εργασία, ματαιοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ματαιοεργός (πρβλ. αγαθο εργία)] … Dictionary of Greek
μεγαέργιο — το μετρολ. μονάδα έργου ίση με 1.000.000 έργια … Dictionary of Greek