-
1 φιλ-εργία
-
2 ἀ-φιλ-εργία
ἀ-φιλ-εργία, ἡ, Unlust zur Arbeit, Sp.
-
3 φιλεργία
φιλ-εργία, ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit -
4 φιλεργια
-
5 ἀφιλεργία
См. также в других словарях:
καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] … Dictionary of Greek
τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] … Dictionary of Greek