Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταχυεργία

См. также в других словарях:

  • ταχυεργίᾳ — ταχυεργίαι , ταχυεργία quickness in working fem nom/voc pl ταχυεργίᾱͅ , ταχυεργία quickness in working fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυεργία — η, ΝΜΑ [ταχυεργός] ταχύτητα κατά τη διεξαγωγή έργου αρχ. 1. το να σπεύδει κανείς, σπουδή 2. αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • ταχυεργίας — ταχυεργίᾱς , ταχυεργία quickness in working fem acc pl ταχυεργίᾱς , ταχυεργία quickness in working fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυεργίαν — ταχυεργίᾱν , ταχυεργία quickness in working fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»