Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-γεννής

См. также в других словарях:

  • γέννης — γέννα descent fem gen sg (attic epic ionic) γέννα descent fem gen sg (attic epic doric ionic) γέννας mother s brother masc nom sg γεννάω beget pres ind act 2nd sg γεννάω beget imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυγεννής — εὐθυγεννής, ές (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γεννής < γέννα (πρβλ. α γεννής)] …   Dictionary of Greek

  • ευθυγενής — εὐθυγενής, ές (ΑΜ) 1. ο πρωτότοκος 2. ο νεογέννητος 3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γενής < γένος (πρβλ. α γενής, ευ γεννής)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»