-
1 αήτης
-
2 ἀήτης
-
3 ἀήτης
-
4 ἀήτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀήτης
-
5 αήτα
ἀήτᾱ, ἀήτηfly: fem nom /voc /acc dualἀήτᾱ, ἀήτηfly: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀήτᾱ, ἀήτηςblast: masc nom /voc /acc dualἀήτᾱ, ἀήτηςblast: masc gen sg (doric aeolic) -
6 ἀήτα
ἀήτᾱ, ἀήτηfly: fem nom /voc /acc dualἀήτᾱ, ἀήτηfly: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀήτᾱ, ἀήτηςblast: masc nom /voc /acc dualἀήτᾱ, ἀήτηςblast: masc gen sg (doric aeolic) -
7 αήτας
ἀήτᾱς, ἀήτηfly: fem acc plἀήτᾱς, ἀήτηfly: fem gen sg (doric aeolic)ἀήτᾱς, ἀήτηςblast: masc acc plἀήτᾱς, ἀήτηςblast: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 ἀήτας
ἀήτᾱς, ἀήτηfly: fem acc plἀήτᾱς, ἀήτηfly: fem gen sg (doric aeolic)ἀήτᾱς, ἀήτηςblast: masc acc plἀήτᾱς, ἀήτηςblast: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 αήτη
ἀήτηfly: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀήτηςblast: masc voc sg——————ἀήτηfly: fem dat sg (attic epic ionic)ἀήτηςblast: masc dat sg (attic epic ionic) -
10 αήται
ἀάωhurt: pres subj mp 3rd sg (doric)ἀάωhurt: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀάζωbreathe with the mouth wide open: fut ind mid 3rd sg (doric aeolic)ἀήτηfly: fem nom /voc plἀήτηςblast: masc nom /voc pl -
11 ἀῆται
ἀάωhurt: pres subj mp 3rd sg (doric)ἀάωhurt: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀάζωbreathe with the mouth wide open: fut ind mid 3rd sg (doric aeolic)ἀήτηfly: fem nom /voc plἀήτηςblast: masc nom /voc pl -
12 αητών
-
13 ἀητῶν
-
14 αητέων
-
15 ἀητέων
-
16 αήταις
-
17 ἀήταις
-
18 αήταν
ἀήτᾱν, ἀήτηfly: fem acc sg (doric aeolic)ἀήτᾱν, ἀήτηςblast: masc acc sg (epic doric aeolic) -
19 ἀήταν
ἀήτᾱν, ἀήτηfly: fem acc sg (doric aeolic)ἀήτᾱν, ἀήτηςblast: masc acc sg (epic doric aeolic) -
20 αήταο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] … Dictionary of Greek
ἀήτης — ἀήτη fly fem gen sg (attic epic ionic) ἀήτης blast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτα — ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτας — ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem acc pl ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem gen sg (doric aeolic) ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc acc pl ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
веять — вею, укр. вiяти, ст. слав. вѣѩти ἐνιπνεῖν (Супр.), болг. вее дует, веет , сербохорв. ви̏jати, словен. vêje веет, дует , veti, чеш. vati (из *vějati), věji 1 л. ед. ч., слвц. viat , vejem, польск. wiac, словин. vjìejä, vjåuc веять . Знач.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… … Hofmann J. Lexicon universale
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αήτη — ἀήτη, η (Α) βλ. αήτης … Dictionary of Greek
αητόρρους — ἀητόρρους, ουν (Α) (λ. πλασμένη από τον Πλάτωνα) αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί ἀῆτες, δηλ. ρεύματα αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήτης + ροῦς] … Dictionary of Greek
εμβρέμομαι — ἐμβρέμομαι (Α) ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου) … Dictionary of Greek