Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀήτης

См. также в других словарях:

  • αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] …   Dictionary of Greek

  • ἀήτης — ἀήτη fly fem gen sg (attic epic ionic) ἀήτης blast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀήτα — ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀήτας — ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem acc pl ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem gen sg (doric aeolic) ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc acc pl ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • веять — вею, укр. вiяти, ст. слав. вѣѩти ἐνιπνεῖν (Супр.), болг. вее дует, веет , сербохорв. ви̏jати, словен. vêje веет, дует , veti, чеш. vati (из *vějati), věji 1 л. ед. ч., слвц. viat , vejem, польск. wiac, словин. vjìejä, vjåuc веять . Знач.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αήτη — ἀήτη, η (Α) βλ. αήτης …   Dictionary of Greek

  • αητόρρους — ἀητόρρους, ουν (Α) (λ. πλασμένη από τον Πλάτωνα) αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί ἀῆτες, δηλ. ρεύματα αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήτης + ροῦς] …   Dictionary of Greek

  • εμβρέμομαι — ἐμβρέμομαι (Α) ηχώ δυνατά («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἰστίῳ ἐμβρέμεται» φοβερός άνεμος σφυρίζει μέσα στα πανιά τού πλοίου) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»