-
1 ακορης
-
2 διακορης
-
3 εκβολον
-
4 καθοδος
ион. κάτοδος (ᾰ) ἥ1) сошествие, спуск (в подземное царство)(ἥ τῆς Κόρης κ. Plut.)
2) место спуска, вход (в подземное царство)3) опускание, движение вниз4) возвращение (преимущ. из изгнания)(ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὴ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν δοῦναι Eur. или χρήματα εἰς τέν κάθοδον δοῦναι Arst.; ἥ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.)
-
5 κατακορης
21) густой, темный, насыщенный(χρῶμα Sext.)
μέλαν κατακορές Plat. — густо-черный цвет2) чрезмерный, преувеличенный(τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.)
3) неумеренный, излишний(παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.)
4) не знающий меры(γυναικῶν γένος Polyb.)
-
6 κορη
эп.-ион. κούρη, Trag. тж. κόρα и κούρα, дор. κώρα ἥ1) девушка, дева(κόραι καὴ γυναῖκες Plat.)
ἐνάλιοι κόραι Arph. — морские девы, т.е. нимфы;ἁ πτερόεσσα κόρα Soph. — крылатая дева, т.е. Сфинкс2) невеста3) молодая женщина, жена(προσεῖπεν Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν, sc. Ἑλένην Eur.)
4) дочьκ. Διός Hom. = Ἀθήνη;
Λητῴα κ. Soph. = Ἄρτεμις;κ. Ἰναχείη Aesch. = Ἰώ;Γῆς τε καὴ Σκότου κόραι Soph. — дочери Земли и Мрака, т.е. Эринии5) изваяние девушки, женская статуэткаκόραι τε καὴ ἀγάλματα Plat. — женские статуэтки и (другие) изображения или ( как hendiadys) женские изваяния
6) зрачок(ὀμμάτων κόραι Eur.)
7) глаз(κόραι στάζουσι δακρύοις Eur.)
8) ( в персидской одежде) длинный и широкий рукав -
7 προσκορης
2вызывающий пресыщение, внушающий отвращение -
8 σούσουρο
τό1) шёпот; шушуканье; 2) перен. сплетни, злословие, пересуды;έγινε μεγάλο σούσουρο σε βάρος της κόρης της — о её дочери распустили злую сплетню
См. также в других словарях:
κορῆς — κορέννυμι satiate fut ind act 2nd sg (epic doric) κορέω satiate pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρης — Κόρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρης — κόρη girl fem gen sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc pl (doric ionic aeolic) κόρις bug masc nom pl (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek
κόρειος — κόρειος, εία, ον (Α) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον η ιδιότητα τής κόρης, η παρθενία 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον ο ναός τής Κόρης, δηλ. τής Περσεφόνης 4. (το … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… … Dictionary of Greek
Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek