-
1 συνναος
См. также в других словарях:
σύνναος — having the same temple masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνναος — ον, Α αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῑς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναός (πρβλ. ομό ναος)] … Dictionary of Greek
σύνναον — σύνναος having the same temple masc/fem acc sg σύνναος having the same temple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννάοις — σύνναος having the same temple masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννάοισι — σύνναος having the same temple masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννάου — σύνναος having the same temple masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννάους — σύνναος having the same temple masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννάων — σύνναος having the same temple masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνναοι — σύνναος having the same temple masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Царь — один из монархических титулов, равносильный титулу король (см.). В других языках нет того различия, которое русский язык делает между царями и королями, называя первым именем почти исключительно монархов древнего Востока и классического мира, a… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek