-
41 προς-επι-πλήσσω
προς-επι-πλήσσω (s. πλήσσω), att. - ττω, noch dazu darauflosschlagen, bes. übertr., noch darauf losschelten?
-
42 προς-επι-τάσσω
προς-επι-τάσσω, att. - ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, auferlegen; Isocr. 6, 39, v. l.; im med., Pol. 1, 50, 7.
-
43 προς-κατ-αλλάσσω
προς-κατ-αλλάσσω, att. - ττω, noch dazu aussöhnen. – Med. sich noch dazu aussöhnen, Arist. rhet. 1, 12.
-
44 προς-εις-πράσσω
προς-εις-πράσσω, attisch - ττω, noch dazu eintreiben, einfordern, Plut. Alc. 8.
-
45 προς-κηρύσσω
προς-κηρύσσω, att. - ττω, durch einen Herold herbeirufen, Luc. Piscat. 39.
-
46 προς-ανα-πλάσσω
προς-ανα-πλάσσω, att. - ττω (s. πλάσσω), dazu od. daran bilden, hinzu andichten, τινί τι, Sp.
-
47 προς-δια-πλάσσω
προς-δια-πλάσσω, att.- ττω, dazu bilden, erfinden, Sp.
-
48 προς-δια-τάσσω
προς-δια-τάσσω, att. - ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, Sp., wie Ios.
-
49 προ-σῡρίσσω
προ-σῡρίσσω, att. - ττω, vorher zischen, aor., Pol. 8, 22, 5. 27, 10, oft.
-
50 προ-τάσσω
προ-τάσσω, att. - ττω, vorn od. voran ordnen, in das erste Glied stellen, Sp.; zum Schutz vorstellen, σφᾶς αὐτοὺς προτάξαντες πρὸ τῶν Ἑλλήνων, Andoc. 1, 107; gew. med. sich vorstellen zum Schutz, schützen, ἄναξ προτάσσου, Aesch. Suppl. 815; προταχϑέντες ὑπὲρἁπάντων, Ggstz ἀκολουϑεῖν, Isocr. 4, 99; sich vorsetzen, εἴ τις ἐκ τούτου τὸ ζῆν προὐτάξατο, Plat. Soph. 224 d, sich eine Lebensart vor andern wählen; προτακτέον, Xen. Mem. 3, 1, 10; – vorher festsetzen, bestimmen, χρόνον, Soph. Trach. 163, u. Sp.
-
51 προ-φράσσω
προ-φράσσω, att. - ττω, vorher, vorn, davor umzäunen und dadurch schützen?
-
52 προ-φυλάσσω
προ-φυλάσσω, att. - ττω, wovor Wache halten, bewachen; νηὸν προφύλαχϑε statt προφυλάσσετε, H. h. Apoll. 538; Ar. Ach. 1111; absolut, ἔνϑα ἔσαν προφυλάσσουσαι νέες τρεῖς, Her. 7, 179, vgl. τὴν προφυλάσσουσαν ἐπὶ Σκιάϑῳ, das Vorpostenschiff bei Skiathos, 8, 92; οὔτε γὰρ ναυτικὸν ἦν προφυλάσσον ἐν τῷ Πειραιεῖ οὐδέν, Thuc. 2, 93; c. accus., Xen. Mem. 2, 7, 14 u. Folgde; auch c. gen., αὐτῶν τῶν φυλάκων προφυλάττουσιν οἱ νόμοι, Xen. Hier. 6, 10. – Med. sich vorher wovor hüten; τὰ βέλη, Xen. Hell. 5, 3, 5; λιμόν, Mem. 1, 4, 13; absol., Her. 1, 185; Thuc. 6, 38; Folgde.
-
53 προ-χαράσσω
προ-χαράσσω, att. - ττω, vorher eingraben, durch Einritzen einen Umriß oder ein Modell machen, vorbilden, Sp., mit σκιαγραφέω vrbdn, Greg. Naz.
-
54 προ-απ-αλλάσσω
προ-απ-αλλάσσω, att. - ττω, vorher entlassen, D. C. 44, 10; sc. τοῦ βίου, Einen tödten, 37, 13; – pass. ohne βίου, aus dem Leben fortgehen, sterben, D. Cass. 43, 11; – intrans., fortgehen, προαπηλλα χότες εἰς, D. Sic. 18, 15.
-
55 προ-απο-τάσσω
προ-απο-τάσσω, att. - ττω, vorher ab- oder wegstellen, Philo.
-
56 προ-μύσσω
-
57 προ-νύσσω
-
58 προ-κατα-νύσσω
προ-κατα-νύσσω, att. - ττω, vorher zerstoßen, zerstechen, D. Cass. 51, 14.
-
59 προ-εμ-φράσσω
προ-εμ-φράσσω, att. - ττω, vorher verstopfen, Clem. Al.
-
60 προ-κηρύσσω
προ-κηρύσσω, att. - ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσϑετ' ἀνδρὸς ὀρϑίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαϑίᾳ, Pol. 5, 60, 3.
См. также в других словарях:
θάττω — θάσσω sit pres subj act 1st sg (attic) θάσσω sit pres ind act 1st sg (attic) θά̱ττω , θάσσων neut acc comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων neut nom comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων masc/fem acc comp sg (attic) θάσσω , θάζω seated aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
απαράσσω — ἀπαράσσω κ. ττω (Α) [αράσσω ( ττω)] 1. κόβω, αποκόβω 2. χτυπώ ή εξολοθρεύω 3. συντρίβω, συνθλίβω … Dictionary of Greek
αφαιμάσσω — ἀφαιμάσσω και ττω (Α) κάνω αφαίμαξη, αφαιρώ αίμα από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + αιμάσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek
διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
διορύττω — διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύττω — κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύττω — κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg (attic) κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)