Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀφ-ιέρωμα

См. также в других словарях:

  • ιέρωμα — ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) [ιερώ] 1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον* Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν* ἢ σκόλλυν*» …   Dictionary of Greek

  • ἱέρωμα — consecrated object neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωμάτων — ἱέρωμα consecrated object neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερώματα — ἱέρωμα consecrated object neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»