-
1 αφρός
-
2 ἀφρός
-
3 ἀφρός
ἀφρός, ὁ,2 of persons and animals, foam, slaver, froth,περί τ' ἀ. ὀδόντας γίγνεται 20.168
;ἀ. περὶ στόμα Hp.Aph.2.43
, cf. Ev.Luc.9.39; frothy blood,A.
Eu. 183, cf. Fr. 372;θρομβώδεις ἀφροί S.Tr. 702
; βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, of wine, Antiph.237;κύλικα.. ἀφρῷ ζέουσαν Theophil.2
.II ἀφρὸς νίτρου, = ἀφρόνιτρον, Hp.Mul.1.75; ἀ. alone, Arist.Col. 794a20.2 ἀ. αἵματος, = σπέρμα, Diog.Apoll.A 24 D. -
4 ἀφρός
ἀφρός: foam. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀφρός
-
5 ἀφρός
Grammatical information: m.Meaning: `foam, slaver' (Il.).Derivatives: ἀφρώδης `foaming' (Hp.), ἀφριόεις `id.' (Nic.; metri causa, s. Chantr. Form. 272). ἀφρῖτις, - ιδος f. `kind of ἀφύη' (Arist., s. Redard Les noms grecs en - της 81). Denom. ἀφρέω `foam' (Il.), ἀφρίζω `id.' (Ion.-Att.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Meillet BSL 31, 51f. connected Arm. p`rp`ur `foam' (not to σπείρω). But the ἀ- is problematic (a * h₂- would give a- in Armenian), and the *bh supposed by Greek did not give p` in Arm. - Not to Skt. abhrá- n. `cloud', ὄμβρος (because of the meaning). Not here ἀφρίους ἀθέρας H. (s.v.).Page in Frisk: 1,197Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφρός
-
6 ἀφρός
ἀφρός, οῦ, ὁ (Hom. et al.; POxy 1088, 33; PSI 1180, 34; PGM 4, 942 and 3204; medical use in Hobart 17f) a frothy mass, foam in our lit. only of froth appearing at the mouth in epileptic seizures (Jos., Ant. 6, 245) μετὰ ἀφροῦ so that he foams Lk 9:39.—DELG. M-M. -
7 αφρώ
ἀφράζωfut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀφρέωfoam: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀφρέωfoam: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀφρόςfoam: masc gen sg (doric aeolic)——————ἀφράζωfut opt act 3rd sgἀφρόςfoam: masc dat sg -
8 αφρόν
-
9 ἀφρίζω
ἀφρίζω (ἀφρός; Soph., El. 719 horses; Diod S 3, 10, 5 elephants; Athen. 11, 43 p. 472a; TestSol 12:2) to produce a foam, foam (at the mouth) of a sick person, prob. in an epileptic seizure Mk 9:18, 20.—DELG s.v. ἀφρός. -
10 αφροίο
ἀφρέωfoam: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric)ἀφρόομαιbecome frothy: pres opt mp 2nd sgἀφρόςfoam: masc gen sg (epic) -
11 ἀφροῖο
ἀφρέωfoam: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric)ἀφρόομαιbecome frothy: pres opt mp 2nd sgἀφρόςfoam: masc gen sg (epic) -
12 αφροίς
-
13 ἀφροῖς
-
14 αφρού
ἀ̱φροῦ, ἀφρέωfoam: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀφρέωfoam: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀ̱φροῦ, ἀφρόομαιbecome frothy: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀφρόομαιbecome frothy: pres imperat mp 2nd sgἀφρόομαιbecome frothy: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀφρόςfoam: masc gen sg -
15 ἀφροῦ
ἀ̱φροῦ, ἀφρέωfoam: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀφρέωfoam: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀ̱φροῦ, ἀφρόομαιbecome frothy: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀφρόομαιbecome frothy: pres imperat mp 2nd sgἀφρόομαιbecome frothy: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀφρόςfoam: masc gen sg -
16 αφροί
ἀφρόομαιbecome frothy: pres subj mp 2nd sgἀφρόομαιbecome frothy: pres ind mp 2nd sgἀφρόςfoam: masc nom /voc pl -
17 ἀφροί
ἀφρόομαιbecome frothy: pres subj mp 2nd sgἀφρόομαιbecome frothy: pres ind mp 2nd sgἀφρόςfoam: masc nom /voc pl -
18 αφρούς
-
19 ἀφρούς
-
20 αφρώι
См. также в других словарях:
ἀφρός — foam masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
αφρός — ο 1. οι φυσαλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών από ανατάραξη, βρασμό κτλ.: Πολύ αφρό είχε σήμερα η θάλασσα. 2. οι φυσαλίδες που σχηματίζονται στο στόμα μας ή στο στόμα των ζώων, από το σάλιο: Έβγαζε αφρούς από το στόμα του. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφρούς — ἀφρός foam masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρόν — ἀφρός foam masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρώ — ἀφρός foam masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Venvs — VENVS, ĕris, Gr. Ἀφροδίτη, ης, (⇒ Tab. X.) 1 §. Namen. Dieser soll von venio herkommen, weil diese Göttinn zu allen kömmt. Cic. de N.D. l. II. c. 27. p. 1183. & l. III. c. 24. p. 1200. Jedoch wollen andere zu dessen Stammworte lieber das… … Gründliches mythologisches Lexikon
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek
αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… … Dictionary of Greek
αφράτος — η, ο [αφρός] 1. αυτός που είναι μαλακός σαν αφρός 2. εύθρυπτος, ευκολότριφτος 3. (για ανθρώπους ή για το δέρμα τους) λευκός, δροσερός, απαλόσαρκος … Dictionary of Greek