-
1 ἀφειδέω
A to be unsparing, lavish of, ;τοῦ βίου Th. 2.43
; σφῶν αὐτῶν ib.51;τῶν σωμάτων Lys.2.25
: abs., ἀφειδήσαντες [πόνου, or the like ] ungrudgingly, Hp.Art.37; recklessly, E.IT 1354.II take no care for, neglect,εἴ τις τοῦδ' ἀφειδήσοι πόνου S.Ant. 414
(s. v. l.); reck not of,μαινομένης θαλάσσης Musae.303
;βασιλῆος, ἀέθλων, τοκήων A.R.2.98
(ἀκήδησαν Choerob.
), 869, 3.630;Ἀφροδίτης Nonn.D.8.217
: also in Prose, Str.1.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφειδέω
-
2 ἀφειδής
A not sparing of,νεῶν καὶ πεισμάτων A.Ag. 195
(lyr.); ἀ. δείματος lightly regarding it, A.R.4.1252;ἀ. πρὸς τὸν ἔρωτα Call.Epigr.47.7
: [comp] Sup.-έστατοι, τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24
.2 of things, ἀ. ὁ κατάπλους καθεστήκει the landing was made without regard to cost or risk, Th.4.26; not spared, lavishly bestowed, ;δῶρα AP11.59
(Maced.).II Adv. -δῶς, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion.- δέως Alc.34
, Hdt.1.163, al., [dialect] Ep.- δείως A.R.3.897
:—freely, lavishly, Alc.l.c.;διδόναι Hdt.
l.c., D.18.88;ἀ. ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Hdt.9.61
: [comp] Comp.-έστερον, ταῖς λέξεσι χρῆσθαι Hermog.Id.2.11
; unsparingly,ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφειδής
-
3 ἀφειδία
ἀφειδ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφειδία
-
4 ἀφέδιτος
A when no sacrifice is offered, at Sparta, Hsch. (leg. <οὐ> θύουσιν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφέδιτος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский