-
61 ἀμάνδαλος
-
62 ἄ-φαντος
ἄ-φαντος, unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.
-
63 ἐμ-φανής
ἐμ-φανής, ές, sich zeigend, sichtbar, im eigtl. Sinne u. übertr., merklich, deutlich; ἄλγος Pind. frg. 229; τέκμαρ Aesch. Ch. 606 (wie τεκμήρια Soph. El. 1098); λόγος Eum. 398; οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν Soph. O. C. 759; ἰδεῖν τινα ἐμφανῆ, leibhaftig, Ai. 534; Tr. 199; οὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐμφ. O. R. 909; ἥκει πόσις – ὅδ' ἐμφ. Eur. Hel. 874; δεῖξαι ἐμφανῆ El. 586; vgl. Ar. Th. 682; Ggstz ἀφανής, Men. Stob. fl. 16, 13. Oft in Prosa von Her. 1, 203 an; ἐμφανὴς βία, τυραννίς, offenbare, Thuc. 4, 86 Ar. Vesp. 417; ἐμφανῆ ζῆν, im Ggstz von ἐν σκότῳ ἀποκρύπτεσϑαι, Xen. Cyr. 8, 7, 23; τὴν διάνοιαν ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 e; ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα, Dokumente vorlegen, um vor Gericht den Beweis zu führen, Dem. 52, 10; so auch ἐμφανῶν κατάστασις, 53, 14; Is. 6, 31; vgl. παρέχειν, Dem. 56, 38 fl., u. ἀποδοῠναι τὰ ἐμφανῆ κτήματα, Xen. Hell. 5, 2, 10. – Subst., τὸ ἐμφανές, z. B. εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι, ans Licht kommen, Xen. Hem. 4, 3, 13. – Bei Plat. Tim. 46 a = abspiegelnd. – Adv. ἐμφανῶς, Tragg. u. in Prosa; auch steht adv. ἐκ τοῠ ἐμφανέος, Her. 5, 37. 7, 205 u. öfter; μάχην συνάπτειν Xen. Cyr. 1, 6, 41, wie ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc. 2, 21; Xen. An. 2, 5, 25.
-
64 ἐκ-λείπω
ἐκ-λείπω, 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῠν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνϑήκης Thuc. 5, 42; ϑεραπείας σώματος, τὸ βοηϑεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; ϑρήνους Eur. Phoen. 1629; ϑήρας μόχϑον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αϑηναίοις, ἐκλιποῠσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόϑι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.
-
65 ψηφος
дор. ψᾶφος ἥ1) круглый камешек, галька, голыш Pind., Plat., Plut.ψήφῳ διατετραίνειν τι Her. — пробить что-л. камешком
2) драгоценный камень Luc.δακτυλικέ ψ. Anth. — камень в перстне
3) счетный камешекψήφοις λογίζεσθαι Her., Arph. или ψήφους τιθέναι Dem. — считать с помощью камешков;
ἐν ψήφῳ λέγειν Aesch. — высчитывать, исчислять;ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Eur. — высчитать, исчислить;αἱ ψῆφοι καθαραί Dem. — ровный счет4) игральный камешек, шашка, костяшка Plat. Plut.5) вотивный камешек (для подачи голоса - преимущ. в судебной практике)ψήφῳ ψηφίζεσθαι Her., φῆφον θέσθαι Aesch., Her., Xen., Plat., διαφέρειν Thuc., Xen., ἀναφέρειν Xen., ἐπιφέρειν или βάλλειν Plut. — подавать голос;
οἷς πλείστη γίγνεται ψ. Plat. — получающие большинство голосов;ψ. ἀφανής Aeschin. — тайное голосование;πάσαις (sc. ψήφοις) κρατεῖν Luc. — получить все голоса, т.е. единогласное одобрение;ψ. πλήρης Aeschin., Plut., σῴζουσα или καθαιροῦσα Lys., λευκή Plut. — полный (непросверленный), спасающий или очищающий, белый камень, т.е. оправдательный голос;ψ. καταγνώσεως Thuc., διατετρυπημένη Aeschin., μέλαινα Plut. — камень осуждения, просверленный, черный, т.е. обвинительный голос;6) суждение, мнениеκατὰ τέν ἐμέν ψῆφον Plat. — по моему мнению
7) решение, постановлениеλιθίνα ψᾶφος Pind. — постановление, высеченное на камне
8) указ, повеление(τυράννων Soph.)
9) голосованиеτέν ψῆφον ἐπάτειν περί τινος Thuc. или προτιθέναι ὑπέρ τινος Dem. — предложить приступить к голосованию (обсуждению) чего-л.;
ἐπὴ τέν ψῆφον καλεῖν Plut. — призвать к голосованию10) право голоса(τέν ψῆφον или ἐξουσίαν ψήφου διδόναι τινί Dem., Plut.)
11) суд, судилищеὁσία ψ., ἣν Ζεὺς εἵσατο Eur. — установленное Зевсом священное судилище
-
66 винт
1. (стержень со спиральной нарезкой) о κοχλίαςη βίδαзавинчивать - κοχλιώνω, βιδώνωбарашковый - πτε-ρυγωτός -, разг. η πεταλούδα2. (ав., мор.) о έλικαςразг. η προπέλλαгребной - (судна) - см. гребной винт несущий - το κύριο στροφείοтолкающий - προώθησης, ωστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > винт
-
67 скрытый
κρυφός, αφανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрытый
-
68 безвестный
безвестныйприл ἀγνωστος, ἀφανής, ἄσημος. -
69 незаметный
незаметн||ыйприл1. (плохо различимый) ἀπαρατήρητος / ἀνεπαίσθητος (неощутимый)·2. (о человеке) ἄσημος, ἀφανής. -
70 неизвестный
неизвестный1. прил ἄγνωστος:по \неизвестныйой причине γιά ἀγνωστους λόγους, ἀπό ἄγνωστη αίτία·2. прил (не пользующийся известностью) ἄγνωστος, ἀφανής:\неизвестныйый художник ἄγνωστος ζωγράφος· 3, м ὁ ἄγνωστος. -
71 неприметный
неприметныйприл δυσδιάκριτος, ἀνεπαίσθητος, ἀδιόρατος / ἀφανής, ἀσήμαντος, θαμπός, πού δέν ξεχωρίζει σέ τίποτα (о человеке, внешности). -
72 αφανεστάτη
-
73 ἀφανεστάτῃ
-
74 αφανεστάτην
-
75 ἀφανεστάτην
-
76 αφανεστάτης
-
77 ἀφανεστάτης
-
78 αφανεστάτοις
-
79 ἀφανεστάτοις
-
80 αφανεστάτου
См. также в других словарях:
ἀφανής — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… … Dictionary of Greek
αφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που δε φαίνεται, αόρατος: Η κορφή του βουνού, από τα πυκνά σύννεφα, ήταν αφανής. 2. απαρατήρητος, άσημος (αντίθ. επιφανής): Ήταν ένας αφανής δικηγόρος της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφανῆς — ἀφανέω fail to put in an appearance pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνης — ἀ̱φάνης , ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανῆ — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέστερον — ἀφανής unseen adverbial comp ἀφανής unseen masc acc comp sg ἀφανής unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστάτων — ἀφανής unseen fem gen superl pl ἀφανής unseen masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέραις — ἀφανής unseen fem dat comp pl ἀφανεστέρᾱͅς , ἀφανής unseen fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέρων — ἀφανής unseen fem gen comp pl ἀφανής unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέα — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)