-
101 ἀφανῶν
ἀφανέωfail to put in an appearance: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀφανήςunseen: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
102 αφανώς
-
103 ἀφανῶς
-
104 αφανέας
-
105 ἀφανέας
-
106 αφανέες
-
107 ἀφανέες
-
108 αφανέος
-
109 ἀφανέος
-
110 αφανέσι
-
111 ἀφανέσι
-
112 αφανέσιν
-
113 ἀφανέσιν
-
114 αφανέστατος
-
115 ἀφανέστατος
-
116 αφανέστερα
-
117 ἀφανέστερα
-
118 αφανέστεραι
-
119 ἀφανέστεραι
-
120 αφανέστεροι
См. также в других словарях:
ἀφανής — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… … Dictionary of Greek
αφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που δε φαίνεται, αόρατος: Η κορφή του βουνού, από τα πυκνά σύννεφα, ήταν αφανής. 2. απαρατήρητος, άσημος (αντίθ. επιφανής): Ήταν ένας αφανής δικηγόρος της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφανῆς — ἀφανέω fail to put in an appearance pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνης — ἀ̱φάνης , ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανῆ — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέστερον — ἀφανής unseen adverbial comp ἀφανής unseen masc acc comp sg ἀφανής unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστάτων — ἀφανής unseen fem gen superl pl ἀφανής unseen masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέραις — ἀφανής unseen fem dat comp pl ἀφανεστέρᾱͅς , ἀφανής unseen fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέρων — ἀφανής unseen fem gen comp pl ἀφανής unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέα — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)