-
41 αφανεστέρων
-
42 ἀφανεστέρων
-
43 αφανέα
ἀφανήςunseen: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀφανήςunseen: masc /fem acc sg (epic ionic) -
44 ἀφανέα
ἀφανήςunseen: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀφανήςunseen: masc /fem acc sg (epic ionic) -
45 αφανές
-
46 ἀφανές
-
47 αφανέστατα
-
48 ἀφανέστατα
-
49 αφανέστατον
-
50 ἀφανέστατον
-
51 ταφανές
-
52 τἀφανές
-
53 невидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. αόρατος, αθέατος, αφανής.2. ασήμαντος. || άσημος, αφανής.3. δυσειδής, άσχημος, δύσμορφος. -
54 незаметный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαπαρατήρητος• ανεπαίσθητος•-ая тропинка απαρατήρητο μονοπάτι•
-ые изменения ανεπαίσθητες αλλαγές.
|| κρυφός, λαθραίος•он ушл незаметный έγινε άφαντος, τό σκάσε κρυφά.
|| αφανής, άσημος•незаметный человек αφανής άνθρωπος.
-
55 φανερός
A visible, manifest, ἡ στήλη ἔχει πάντα φ., i.e. all that is in it can be plainly seen, Hdt.3.24;φ. ὄμμασιν ἐμοῖς E.Ba. 501
;φ. τι δεῖξαι S.Tr. 608
(v.l.);θήσω φανέρ' ἀθρό' Pi.O.13.98
;φ. ποιῆσαι Pl.Lg. 630b
, etc.;ἐς φ. ὄψιν βαίνειν E.El. 1236
(anap.);τοὔργον παρέσται φ. S.Ph. 1291
;φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς E.HF 658
(lyr.);φ. πηγαί Th.2.15
;ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Hdt. 3.5
;φ. ἔχθραν κτήσασθαι Th.1.42
; διαφορὰ φ. ἐγένετο ib. 102; φ. θάνατος, ὄλεθρος, opp. ἀφανής, Antipho 3.3.7, And.1.53;φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα Antipho 2.2.6
;φ. γενόμενος
if detected,Lys.
7.12:— Constr.: φανερός εἰμι c. part., ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι they are known to have come, Hdt.3.26;ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Id.7.18
;ὁ μέν ἐστι φ. ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Antipho 5.23
: folld. by Conj.,φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν X.Cyr.2.2.12
;φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Id.Mem.1.1.17
: impers., φανερόν [ἐστιν] ὅτι .. ib.3.9.2; εἰ φανερὸν γίγνοιτο ὅτι .. Pl.Phd. 70d.2 shining, illustrious,προεδρίη Xenoph.2.7
;ὁδός Pi.O.6.73
; conspicuous, remarkable,φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι Th.1.17
.b property in possession (opp. in action), And.1.118, Is.6.30, D.38.7.c in hand, in cash, μηδὲν φανερὸν κεκτῆσθαι to have no cash in hand, Din.1.70;λαβὼν ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον D.56.1
;πόρος φ. Id.14.24
;φ. οὐσία Id.27.57
;φ. χρήματα Lys.12.83
;φ. ποιεῖν D.28.4
; φανερόν τι a certain sum of money, Sch.Ar.Pl. 330, Sch.Aeschin.1.102.4 of votes, φ. ψήφῳ by open vote, opp. κρύβδην (ballot), D.43.82, cf. Arist.Ath.68.2;ψῆφον φ. διενεγκεῖν Th.4.74
;τὴν ψῆφον φ. φέρειν Pl.Lg. 767d
; φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη ib. 855d.5 Adv. - ρῶς openly, manifestly,βουλόμενος φ. Hdt.9.71
; (anap.); (lyr.); (anap.);ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Th.1.87
; φ. ἐρᾶν, opp. λάθρᾳ, Pl.Smp. 182d;τὸ φ. ἐξεῖναι Isoc.2.3
: [comp] Comp.,φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91
; : but,b τὸ φ. freq. with Preps. in advb. sense,ἐκ τοῦ φ.
openly,Hdt.
5.96, 8.126; πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ. not openly declared, Th.4.79;ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι X.HG6.5.16
;ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν Id.Mem.3.11.8
;ἀπὸ τοῦ φ. D.H.4.4
; alsoἐν τῷ φ. σαυτὸν παρεῖχες X.Cyr.7.5.55
;ἀκοῦσαι ἐν τῷ φ. Id.An.1.3.21
;βουλεύεσθαι D.18.235
(rarelyἐν φ. X.Ages.5.7
);ἐς τὸ φ. ἀποδῦναι Th.1.6
; αἱ ἐς τὸ φ. λεγόμεναι αἰτίαι, Id.1.23; τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ. into public, Id.3.27, cf. Pl.Grg. 480c, etc.;εἰπεῖν κατὰ τὸ φ. Ar.Th. 525
(lyr.); ἐπὶ φανεροῖς ξυνελθεῖν on public, acknowledged terms, Th.1.69.II of persons, manifest, conspicuous,εἰ [Διόνυσος καὶ Πὰν] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Hdt.2.146
;φανερὰ.. ἦλθε κόρα S.OT 507
(lyr.);Κύπρις.. φανερὰ τῶνδ ἐφάνη πράκτωρ Id.Tr. 861
(lyr.);πάντων -ώτατος Βρασίδας ἐγένετο Th.4.11
, cf. X.Cyr.7.5.58; persons of distinction,Philostr.
VA2.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερός
-
56 Disappear
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανής εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν.To have disappeared: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Run away: Ar. and P. ἀποδιδράσκειν.Fly: P. and V. φεύγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disappear
-
57 Obscure
adj.Without light: P. and V. σκοτεινός, P. σκοτώδης, V. ἀμαυρός, λυγαῖος, κνεφαῖος, ὀρφναῖος, δναφώδης, ἀνήλιος, ἀφεγγής, ἀναύγητος.In shadow: P. ἐπίσκιος (Plat.).Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, ποικίλος, αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἀσύνετος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀξύμβλητος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος; see Unintelligible.An obscure rumour: V. ἀμαυρὸς κληδών, ἡ.Inglorious: P. and V. ἄτιμος, ἀδόκιμος, ἀφανής, ἀκλεής, ἀνώνυμος, P. ἄδοξος, V. δυσκλεής (also Xen.), ἄσημος.——————v. trans.Cast a shadow over: P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν (acc.), σκοτοῦν (acc.) (pass. used in Plat.).Make unintelligible, confuse: P. and V. συγχεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obscure
-
58 Vanish
v. intrans.P. and V. ἀφανίζεσθαι, ἐξίτηλος εἶναι, ἐξίτηλος γίγνεσθαι, ἀφανὴς εἶναι, ἀφανὴς γίγνεσθαι, Ar. and V. ἔρρειν (rare P.), V. ἄφαντος ἔρρειν; see also, melt.To have vanished: P. and V. οἴχεσθαι, V. ἄφαντος οἴχεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vanish
-
59 κατα-βίωσις
κατα-βίωσις, ἡ, das Verleben, Vollenden des Lebens; εἰς καταβίωσιν τὴν ἡσυχίαν ἄγειν D. Sic. 18, 52; ἀφανής App. B. C. 4, 16.
-
60 ἀ-γνώς
ἀ-γνώς, ῶτος, 1) ungekannt, οὐκ ἀγνῶτες ἀλλήλοις Od. 5, 79, sie kennen sich einander wohl ( ἅπαξ εἰρημ.); ebenso Trag. ( ἀγνὼς πατρί, heimlich vor dem Vater, Eur. Ion. 14) u. in Prosa oft mit dem dat. wie Thuc. 1, 137; Plat. setzt Rep. II, 375 e den συνήϑεις καὶ γνώριμοι die ἀγνῶτες entgegen, wie die ἔνδοξοι Din. 1, 111; ἀγνῶτες, ὁποῖοί τινές εἰσι Dem. 38, 20; καὶ ἀφανής Luc. somn. 11. – 2) nicht kennend, unkundig, Soph. O. R. 1133, (ja 677 geht es in die Bdtg von ἀγνώμων, hart, über); ϑηρῶν Pind. P. 9, 58; κώμων I. 2, 30; ἀλλήλων Thuc. 3, 53, wie Plat. Legg. VI, 751 d; Xen. Oec. 20, 13. – Ein compar. ἀγνώστερος, rhett. graec. I p. 471, 11.
См. также в других словарях:
ἀφανής — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… … Dictionary of Greek
αφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που δε φαίνεται, αόρατος: Η κορφή του βουνού, από τα πυκνά σύννεφα, ήταν αφανής. 2. απαρατήρητος, άσημος (αντίθ. επιφανής): Ήταν ένας αφανής δικηγόρος της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφανῆς — ἀφανέω fail to put in an appearance pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνης — ἀ̱φάνης , ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφανέω fail to put in an appearance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανῆ — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέστερον — ἀφανής unseen adverbial comp ἀφανής unseen masc acc comp sg ἀφανής unseen neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστάτων — ἀφανής unseen fem gen superl pl ἀφανής unseen masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέραις — ἀφανής unseen fem dat comp pl ἀφανεστέρᾱͅς , ἀφανής unseen fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανεστέρων — ἀφανής unseen fem gen comp pl ἀφανής unseen masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανέα — ἀφανής unseen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀφανής unseen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)